Μελέτες-Δοκίμια

ΜΕΛΕΤΕΣ/ΔΟΚΙΜΙΑ

 

 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ

ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2013

     Όταν άρχισα να σχεδιάζω στο μυαλό μου το κείμενο της παρουσίασης της δίγλωσσης έκδοσης διηγημάτων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ένιωσα μια αμηχανία. Πώς να μιλήσεις για τα 54 διηγήματα 44 συγγραφέων, 26 Ελληνοκυπρίων και 18 Τουρκοκυπρίων, που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό και που η περίοδος συγγραφής τους επεκτείνεται σε  οχτώ περίπου δεκαετίες; Τα περισσότερα διηγήματα έχουν ως χώρο δράσης τους την Κύπρο, με ήρωες ανθρώπους του τόπου, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, μερικά όμως αναφέρονται σε άλλους τόπους, την Αγγλία, την Τουρκία και αλλού, με ήρωες άλλους ανθρώπους. Πέρα απ’ αυτά, πρόκειται για διηγήματα με διαφορετική θεματική, διαφορετική αισθητική και τεχνοτροπία, αλλά και διαφορετική κοσμοθεωρητική κατεύθυνση. Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα πως το βιβλίο αυτό  δεν προσφέρεται για μια κλασική παρουσίαση, με αναφορές σε συγκεκριμένους συγγραφείς και σε συγκεκριμένα έργα. Αυτό θα απαιτούσε μια πολυσέλιδη εργασία, σίγουρα πέρα από τα πλαίσια μιας σύντομης παρουσίασης.  Αποφάσισα να  το διαβάσω ξανά, από την αρχή μέχρι το τέλος, με τη σειρά που τα διηγήματα δημοσιεύονται στο βιβλίο, πηγαίνοντας από το ένα θέμα στο άλλο, από τη μια εποχή στην άλλη, από τη μια τεχνοτροπία στην άλλη. Τότε  συνειδητοποίησα, και όσο προχωρούσα αυτό γινότανε όλο και πιο γοητευτικό και ενδιαφέρον, ότι υπάρχει μια γραμμή που διαπερνά και συνδέει όλα τα διηγήματα, και αυτό μπορεί να είναι το θέμα της παρουσίασης.

Το βιβλίο είναι σχεδιασμένο ως ένα ενιαίο σώμα, με τα διηγήματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων να δημοσιεύονται ανάμικτα, χωρίς κανένα διαχωρισμό, χωρίς θεματικά, τεχνοτροπικά  ή άλλα κριτήρια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος συγγραφής τους. Τα μόνα εμφανή και σταθερά κριτήρια που φαίνεται να λειτούργησαν  είναι η  ηλικία των συγγραφέων όσον αφορά τη σειρά των διηγημάτων στο βιβλίο και η ποιότητά τους, όσον αφορά τη συμπερίληψή τους στην ανθολογία. Με αυτό τον τρόπο η ανάγνωση του βιβλίου αποχτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη, ο οποίος έχει διαρκώς μπροστά του την εικόνα του συνόλου του τόπου και η προσοχή του πηγαίνει πότε προς ένα και πότε προς άλλο σημείο του ιδίου σκηνικού χώρου, βλέποντας πότε μέσα από τα μάτια του ενός ή του άλλου συγγραφέα, από τη μια ή την άλλη οπτική γωνία, την Κύπρο και τους ανθρώπους της.

Από την ανάγνωση του συνόλου του βιβλίου γίνεται φανερό ότι όλα τα διηγήματα είναι γραμμένα από ανθρώπους αυτού του τόπου και μιλούν, έμμεσα είτε άμεσα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για τον τόπο και τους ανθρώπους του.     Η μεγάλη πλειοψηφία των διηγημάτων έχουν ως θέμα τους την Κύπρο, παλαιότερη και νεότερη.  Μέσα από αυτά αναδύεται η μορφή του τόπου, με τα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά, τα διαχρονικά ιστορικά και πολιτιστικά του τοπία, όπως αυτά κτίστηκαν μέσα στους αιώνες, αλλά και τα εθιμικά και τα κοινωνικά του στοιχεία, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μέσα στα χρόνια της κοινής συμβίωσης των ανθρώπων. Οι συγγραφείς, Ελληνοκύπριοι ή Τουρκοκύπριοι, μας δίνουν με τις ιστορίες και τις διάφορες περιγραφές τους  πλήθος στοιχεία, που βγαίνουν μέσα από την καθημερινή ζωή, τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, στοιχεία που συνδέουν τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Είτε πρόκειται  για ιστορίες ανθρώπων φορτωμένων τα βάσανα της καθημερινής ζωής, είτε ανθρώπων που βιώνουν τα τραγικά αδιέξοδα και τα προβλήματα που επέφεραν οι δικοινοτικές συγκρούσεις και ο πόλεμος, είτε ακόμη που βιώνουν προσωπικές τραγωδίες και αδιέξοδα, τα 54 διηγήματα του βιβλίου αποτελούν ψηφίδες ενός πολύχρωμου μωσαϊκού, που συνθέτει, σε τελευταία ανάλυση, μια πολύπλευρη και πολύπτυχη, αλλά στο τέλος ενιαία εικόνα της Κύπρου και των ανθρώπων της των τελευταίων εκατόν χρόνων.

Σε ορισμένα διηγήματα υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις από Ελληνοκύπριους και από Τουρκοκύπριους και αυτή η πτυχή είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Γιατί αυτή η διαφορετικότητα είναι πολύ σημαντική στο να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλο. Μέσα στη διαφορετικότητα, ωστόσο, υπάρχουν πολλά κοινά και συγγενικά στοιχεία, που εντοπίζονται στον τρόπο που οι συγγραφείς βλέπουν τα πράγματα, στις ιδέες, στις ευαισθησίες και στους προβληματισμούς τους, ακόμη κι αν τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται είναι καθολικά και πανανθρώπινα. Μέσα από τη διαφορετικότητα των θεμάτων και των προβληματισμών ανιχνεύονται, στις περιγραφές και στις πράξεις των ηρώων, κάποιες κοινές νοοτροπίες και τρόποι σκέψεις, που μας χαρακτηρίζουν ως Κύπριους διαχρονικά.

Όπως σημειώνει στην εισαγωγή του ο Λευτέρης Παπαλεοντίου, ο οποίος, μαζί με τον Ιμπραχίμ Αζίζ, είχε τη γενική επιμέλεια της έκδοσης, «Διαβάζοντας συνδυαστικά τα ανθολογημένα διηγήματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ενδιαφέρουσες αναλογίες αλλά και ιδιαιτερότητες. Οι συγγραφείς τους ζουν και αναπνέουν στον ίδιο χώρο, βιώνουν την ιστορική μοίρα, τις πολιτικές περιπέτειες και τα προβλήματα του νησιού τους και, αναπόφευκτα, περνούν στο έργο τους θέματα και μοτίβα από το ιστορικό πλαίσιο και την ανθρωπογεωγραφία της Κύπρου».

Όψεις, λοιπόν, αυτής της εικόνας θα δούμε να περνούν μπροστά στα μάτια μας διαβάζοντας τις σελίδες της ανθολογίας.

Στην ανθολογία περιλαμβάνονται έργα όλων σχεδόν των σημαντικών διηγηματογράφων της Κύπρου των τελευταίων εκατόν χρόνων, αρχίζοντας από τους παλαιότερους συγγραφείς, οι οποίο δεν βρίσκονται πια στη ζωή, τους Νίκο Νικολαΐδη, Γιάννη Σταυρινό Οικονομίδη, Κώστα Μόντη, Χικμέτ Αφίφ Μάπολαρ, Σεμίχ Σαΐτ Ουμάρ, τα έργα των οποίων είναι γραμμένα την εποχή, θα λέγαμε, της αθωότητας, πριν από τις διακοινοτικές συγκρούσεις και το διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων. Στα έργα αυτά παρουσιάζονται όψεις της ζωής στην Κύπρο και της  κυπριακής κοινωνίας κατά την εποχή της Βρετανοκρατίας, όπως στο χαρακτηριστικό για την κοινωνική του σάτιρα και ειρωνεία διήγημα  «Τα κορόιδα», του Νίκου Νικολαΐδη και το «Η ψυσιή έν’ αέρας», του Γιάννη Σταυρινού Οικονομίδη, με την ερωτικά χειραφετημένη ηρωίδα του, αλλά και το ποιητικό και συμβολικό διήγημα του Κώστα Μόντη,  «Ένας σκύλος καταμεσής των δύο χωριών», που με καταπληκτική ευαισθησία διαπραγματεύεται το θέμα της μοναξιάς και της απόρριψης του ανθρώπου περιγράφοντας τις περιπέτειες ενός σκύλου.  Στην εποχή αυτή αναφέρονται και τα κοινωνικού περιεχομένου διηγήματα των Χικμέτ Αφίφ Μάπολαρ και Σεμίτ Σαΐτ Ουμάρ, το οποία εκφράζουν, με πολύ παραστατικό τρόπο, τις ευαισθησίες, τα όνειρα και τον αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση μέσα στις δύσκολες συνθήκες της φτώχιας και της ανέχειας της εποχής της Βρετανοκρατίας. Στα διηγήματα αυτά οι δυο τους ήρωες χάνουν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι για λίγα χρήματα, που θα τους βοηθήσουν να εκπληρώσουν τα ευγενικά και ταπεινά τους όνειρα.

Ανάμεσα στους παλαιότερους συγγραφείς, που δεν βρίσκονται πια στη ζωή, περιλαμβάνεται και ο Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης, με δυο διηγήματα, ωστόσο, γραμμένα μετά το 1974 και που αντανακλούν το νέο κλίμα που έχει διαμορφωθεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες.  Μέσα από τα διηγήματά του, «Προσκαρτερία» και «Αβεβαιότητα», που περιλαμβάνονται στην ανθολογία, ο συγγραφέας με διεισδυτική ματιά και ρεαλιστικό τρόπο παρουσιάζει τις σχέσεις φιλίας και συνεργασίας που χαρακτήριζαν τη ζωή των ανθρώπων στην περίοδο της ομαλότητας, αλλά και της αμοιβαίας καχυποψίας και έλλειψης εμπιστοσύνης που αναπτύχθηκαν στην περίοδο των διακοινοτικών συγκρούσεων και του πολέμου.

Σχετικά με τα κείμενα των νεώτερων, είτε των εν ζωή συγγραφέων, στα οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια, σημειώνω πως θα αποφύγω τις αναφορές σε συγκεκριμένα ονόματα, γιατί αυτές δεν θα σήμαιναν και πολλά πράγματα στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας και, επιπλέον, εκείνο που έχει σημασία είναι να δοθεί η εικόνα του συνόλου του κεφαλαιώδους αυτού έργου.

Περιδιαβάζοντας, λοιπόν, τα κείμενα των νεότερων, είτε των εν ζωή συγγραφέων, θα δούμε ότι κάποιοι από αυτούς, οι οποίοι έζησαν μια περίοδο της ζωής τους είτε ζουν ακόμη σε χώρες εκτός της Κύπρου, μεταφέρουν στα διηγήματά τους τις εμπειρίες τους από τον έξω κόσμο. Άλλοι αντλούν τα θέματά τους από  ιστορικές περιπέτειες και περασμένους πολέμους, όπως ο Μικρασιατικός πόλεμος.  Οι εμπειρίες αυτές σμίγουν με άλλες, που εκφράζονται σε διηγήματα  με θέματά  παρμένα από την Κύπρο, για να μιλήσουν για τη μοναξιά του ανθρώπου είτε τη σύγκρουσή του με τη συντηρητική ηθική και  παράδοση. Πάνω στα θέματα αυτά έχουμε ένα  αρκετά μεγάλο αριθμό διηγημάτων, από παλαιότερους αλλά και από νεότερους συγγραφείς, οι οποίοι αμφισβητούν τις κοινωνικές αντιλήψεις που θέλουν τη γυναίκα υποταγμένη στον άντρα, χωρίς δικαίωμα ελεύθερης επιλογής στον τρόπο της ζωής της και  στον έρωτα. Γενικά, σε μια σειρά διηγημάτων, προβάλλεται η μορφή της  γυναίκας, η οποία αλλού μοχθεί κάτω από το βάρος της καθημερινής ζωής, αλλού ζει την ερωτική της ελευθερία  και αλλού βιώνει τη μοναξιά της.

Σε κάποια άλλα διηγήματα το θέμα είναι η ερωτική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους από τις δυο διαφορετικές κοινότητες, αναδεικνύοντας έτσι ένα θέμα ταμπού για την κοινωνία μας, αλλά  και αμφισβητώντας συνάμα την κοινωνική προκατάληψη που υπάρχει στο θέμα αυτό. Σε κάποια από τα διηγήματα αυτά η σχέση τελειώνει άδοξα κάτω από το βάρος της κοινωνικής και οικογενειακής αντίδρασης, σε άλλες το ερωτευμένο ζευγάρι φεύγει στο εξωτερικό, όπου θα μπορεί ελεύθερα να συνεχίσει και να εδραιώσει τη σχέση του.

Ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου αποτελούν τα διηγήματα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που έχουν ως θέμα τους τις διακοινοτικές συγκρούσεις και, κυρίως, την τραγωδία του 1974, τη διαίρεση, την κατοχή και την προσφυγιά. Τα περισσότερα από τα διηγήματα αυτά γράφτηκαν από συγγραφείς που έζησαν τα γεγονότα. Υπάρχουν όμως και αρκετά άλλα που οι συγγραφείς τους ήταν τότε μικρά παιδιά ή δεν είχαν γεννηθεί ακόμη.  Κυρίαρχο θέμα στα διηγήματα αυτά δεν είναι τόσο τα γεγονότα του πολέμου, όσο οι συνέπειές τους πάνω στη ζωή των ανθρώπων και πάνω στον ίδιο τον τόπο. Το τραυματισμένο γεωγραφικό τοπίο, ο βίαιος διαχωρισμός, οι πληγές, που γεννούν το φόβο και την καχυποψία ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, η αλλαγή στην κοινωνική και την ιστορική πορεία του τόπου και η απειλή για το μέλλον.

Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά, με τη διαφορετική τους θεματική και οπτική γωνία, συνειδητοποιείς ότι όλα αγγίζουν βαθιές πληγές, που χαράχτηκαν στις ψυχές των ανθρώπων και στο σώμα του τόπου και που παραμένουν ανοιχτές,  δημιουργώντας μια αδιέξοδη και απειλητική κατάσταση. Οι παλαιότεροι συγγραφείς, αυτοί που έζησαν τα γεγονότα, τοποθετούν σε μερικές περιπτώσεις τους ήρωές τους μέσα σ’ αυτά, οι νεότεροι, κατά κανόνα, τους τοποθετούν στα κατοπινά χρόνια του διαχωρισμού και των συνεπειών του. Όπως κι αν έχει όμως, όλα τα διηγήματα, είτε βλέπουν τα πράγματα από την   ελληνοκυπριακή είτε από  την τουρκοκυπριακή πλευρά, αποτελούν μια καταγγελία του διαχωρισμού και της υπάρχουσας κατάστασης και υποβάλλουν την ανάγκη για έξοδο από αυτή.

Δεν μου διαφεύγει, βέβαια, ότι τα διηγήματα της ανθολογίας  έχουν επιλεγεί από τις επιτροπές που εργαστήκαν γι αυτό το σκοπό και επομένως εκφράζουν, κατά κάποιο τρόπο, και τις δικές τους απόψεις. Το γεγονός, ωστόσο, ότι δυο επιτροπές από τις δυο κοινότητες επέλεξαν αυτά τα διηγήματα, έχει τη δική του σημασία. Εξάλλου, από ότι γνωρίζω, οι επιλογές αυτές δεν βρίσκονται μακριά από τις τάσεις που κυριαρχούν ανάμεσα στους συγγραφείς και των δύο κοινοτήτων. Την ίδια ώρα, πιστεύω πως περισσότερο από την ιδεολογική κατεύθυνση των διηγημάτων, τις επιτροπές απασχόλησε η ποιότητά τους. Και αυτό είναι φανερό από το σύνολο της ανθολογίας.

Η θεματική και η υφολογική ποικιλία των διηγημάτων είναι τόσο πλατιά, που μας επιτρέπει να δούμε διαφορετικές όψεις της κυπριακής διηγηματογραφίας. Αλλού βλέπουμε να αναπτύσσονται θέματα κοινωνικά, που έχουν κάνουν με τον αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση, αλλού ερωτικά, που όταν ξεφεύγουν από τα καθορισμένα πλαίσια και τα ταμπού, αποχτούν ένα ανατρεπτικό περιεχόμενο, αλλού έχουμε θέματα υπαρξιακά, που εστιάζονται στους προβληματισμούς και στις εσωτερικές αναζητήσεις και αγωνίες του ανθρώπου και αλλού κυριαρχούν θέματα που αφορούν την πολιτική κατάσταση  στο νησί.

Η τεχνοτροπία αυτών των διηγημάτων ποικίλει, επίσης. Κάπου η αφήγηση ακολουθεί τον παραδοσιακό τρόπο εξέλιξης του μύθου και των ηρώων, αλλού η γραφή ακολουθεί τους τρόπους του  ευρωπαϊκού μοντερνισμού, με τη χαλάρωση του μύθου και τους μακριούς εσωτερικούς μονολόγους, αλλού έχουμε δείγματα πιο ελλειπτικής, είτε ακόμη και πιο σουρεαλιστικής γραφής. Τα αναφέρω όλα αυτά για να πω ότι η αξία του βιβλίου αυτού δεν είναι μόνο τα μηνύματα που στέλνει και ότι προωθεί το διάλογο ανάμεσα στους δημιουργούς των δύο κοινοτήτων, αλλά έχει και ευρύτερη σημασία, γραμματολογική και άλλη.

Η έκδοσή της δίγλωσσης αυτής ανθολογίας αποτελεί σημαντικό γεγονός στα λογοτεχνικά πράγματα του τόπου μας, τόσο από γραμματολογική όσο και από κοινωνική, και από ιστορικοπολιτική άποψη. Είναι έργο κεφαλαιώδους σημασίας και έχει ουσιαστική συμβολή στις προσπάθειες που γίνονται για την ανάπτυξη ενός διαπολιτισμικού διαλόγου, μέσα από τον οποίο οι δυο κοινότητες θα κατανοήσουν τους φόβους, τις ανησυχίες, τα όνειρα και τις ελπίδες η μια της άλλης. Παράλληλα  θα συνειδητοποιήσουν και τα κοινά πολιτισμικά και άλλα στοιχεία που τις συνδέουν, αφού, παρά τις θρησκευτικές και γλωσσικές διαφορές, για αιώνες ζουν μαζί στον ίδιο τόπο, ο οποίος προβάλλει ποικιλότροπα τη δική του γεωγραφική ταυτότητα, αλλά και την ιστορική και πολιτιστική του κληρονομιά. Η ανάγκη ανάπτυξης ενός τέτοιου διακοινοτικού διαλόγου είναι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, επιτακτική, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στο μέλλον ως ισότιμοι και ως σύγχρονοι ευρωπαίοι πολίτες.

Το βιβλίο αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα στην κάλυψη του  μεγάλου κενού που υπάρχει στην κατανόηση του ιδιαίτερου τρόπου πρόσληψης και ερμηνείας των ιστορικοκοινωνικών και πολιτικών γεγονότων που βίωσε ο τόπος μας διαχρονικά, και κυρίως, από τα χρόνια της Βρετανοκρατίας ως αυτά της ανεξαρτησίας, των δικοινοτικών συγκρούσεων του 1963 και του πολέμου του 1974  και πως αυτά επηρέασαν και εξακολουθούν να επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων. Πέρα απ’ αυτό, τόσο σε διηγήματα κοινωνικοπολιτικής θεματικής, όσο και σε διηγήματα που αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή των ηρώων τους, βλέπουμε τους ίδιους τους ανθρώπους του τόπου μας,  με τις δικές τους ευαισθησίες και προβληματισμούς, τις υπαρξιακές αγωνίες και τις φιλοσοφικές τους αναζητήσεις. Αυτό μας βοηθά να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο, να τον κατανοήσουμε και να τον νιώσουμε. Και γνωρίζοντας τους ανθρώπους μας γνωρίζουμε τους εαυτούς μας.

Ο ρόλος των λογοτεχνών στις προσπάθειες αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αφού στη δουλειά τους δεν χωρούν το ψέμα και την απάτη, η ιδιοτέλεια και η διαπλοκή.  Όταν γράφουν  βρίσκονται ενώπιος ενωπίω με τον βαθύτερο εαυτό τους και η συγγραφή γι αυτούς είναι μια πράξη εξομολόγησης και αλήθειας.  Το κέρδος τους είναι ανάλογο με το πόσο αληθινοί και ειλικρινείς είναι στην έκφραση των δημιουργικών τους συγκινήσεων και στη διατύπωση των απόψεων και των μηνυμάτων τους.  Γι αυτό και τα όσα μας λένε είναι ουσιαστικά και σημαντικά.

Η έκδοση αυτή που παρουσιάζουμε σήμερα είναι καρπός δύσκολης και επίπονης εργασίας. Η εργασία των δημιουργών της αφορούσε τόσο στην επιλογή των διηγημάτων από τις δύο γλώσσες, όσο και  τη μετάφρασή και την επιμέλειά τους. Απαιτούσε τη στενή συνεργασία, πρώτα απ’ όλα, των επιτροπών ανθολόγησης μεταξύ τους και ύστερα των μεταφραστών και των επιμελητών. Το αποτέλεσμα δικαιώνει πέρα για πέρα τους στόχους που είχαν τεθεί, τον κόπο και τα έξοδα που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωσή της. Και αυτό θα πρέπει να πιστωθεί στα μέλη των επιτροπών και στους επιμελητές της έκδοσης, καθώς και στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και πολιτισμού, οι οποίες ανέλαβαν την προετοιμασία και την έκδοση του βιβλίου. Πρόκειται για μια πάρα πολύ ουσιαστική παρέμβαση στο πολιτιστικό γίγνεσθαι του τόπου μας.

Γιώργος Μολέσκης

Μάιος 2014

Κείμενο ομιλίας στην παρουσίαση του βιβλίου

που έγινε στις 23 Μαΐου 2014

στο Σπίτι της Συνεργασίας στη Λευκωσία.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εποχή»,

Τεύχος 321, Φθινόπωρο 2014  

ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΟΥΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕΝ

Ο Κύπριος εθελοντής Ευστάθιος Χατζηδημητρίου 1912 – 1922 Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2013

Κυρίες και κύριοι,

Αγαπητοί φίλοι,

Είναι με ιδιαίτερη χαρά που βρίσκομαι σήμερα εδώ για να σας μιλήσω για το βιβλίο του Τάκη Χατζηδημητρίου «ΟΔΕΝΑ ΜΙΣΘΟΝ ΕΛΑΒΕΝ. Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ 1912 – 1922», που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παπαζήση το 2013.

Ο Τάκης Χατζηδημητρίου, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, είναι ένας άνθρωπος  με διαχρονική και ενεργό συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή του τόπου μας.  Είναι, βέβαια, περισσότερο γνωστός ως πολιτικός, αφού ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με την ενεργό πολιτική, προβάλλοντας πάντα, ακόμη και στις πιο δύσκολες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας,   με ιδιαίτερο πάθος και παρρησία τις πολιτικές του απόψεις. Παράλληλα όμως  είχε και έχει σημαντική συμβολή στην πολιτιστική ζωή και την πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου. Πρώτα ως ένας από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της Στέγης των Κυπριακών Χρονικών  στη Λευκωσία και της έκδοσης του περιοδικού Κυπριακά Χρονικά, που με τις εκδηλώσεις, τις κριτικές παρεμβάσεις και τις δημοσιεύσεις έργων της  κυπριακής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας συνέβαλαν ουσιαστικά στη διαμόρφωση της πνευματικής πορείας της κοινωνίας της νεοσύστατης τότε Κυπριακής Δημοκρατίας. Ύστερα, με τις παρεμβάσεις και τις πρωτοβουλίες του ως ενεργός  πολιτικός και ως βουλευτής, πράγματα για τα οποία έχω και προσωπικές εμπειρίες, συνέβαλε στην ανάπτυξη διαφόρων δράσεων, αλλά και ενός ουσιαστικού πνευματικού διαλόγου. Η προσφορά του στον πολιτισμό συνεχίζεται και σήμερα, με το σημαντικό έργο που επιτελεί η Επιτροπή για τη διάσωση της  πολιτιστικής μας κληρονομιάς της οποίας προεδρεύει.

Με την έκδοση τώρα του βιβλίου «Ουδένα μισθόν έλαβεν – Ο Κύπριος εθελοντής Ευστάθιος Χατζηδημητρίου 1912 – 1922», το οποίο αποτελεί μια συνθετική και πολύπλευρη βιογραφική παρουσίαση του πατέρα του, ο Τάκης Χατζηδημητρίου παρουσιάζεται ως συγγραφέας, δίνοντάς μας ένα έργο άρτιο, που διαβάζεται με πολύ ενδιαφέρον και πολλή συγκίνηση, από την αρχή μέχρι το τέλος. Πέρα απ’ αυτό, το βιβλίο προσφέρει πολλά στην κατανόηση, όχι μόνο των κινήτρων και των πράξεων των Κυπρίων εθελοντών σε αποφασιστικές για τη διαμόρφωση της σημερινής Ελλάδας μάχες, αλλά και γενικά της ζωής στον τόπο μας σε καιρούς δύσκολους.

Το θέμα του βιβλίου, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, είναι ο βίος και η πολιτεία του πατέρα του συγγραφέα, του, Ευστάθιου Χατζηδημητρίου. Η μορφή του πατέρα σκιαγραφείται, πρώτα απ’ όλα, μέσα από το δικό του αυτοβιογραφικό κείμενο, που αποτελεί και τον πυρήνα του βιβλίου,   μέσα από διάφορα άλλα ντοκουμέντα και αποσπάσματα από λογοτεχνικά κείμενα, στα οποία αποτυπώθηκε η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας του, αλλά  και μέσα από τις παρεμβάσεις, τα σχόλια και τις θύμισες του ιδίου του Τάκη Χατζηδημητρίου. Μέσα από όλα αυτά παρουσιάζεται η ζωή και η δράση ενός ξεχωριστού πραγματικά ανθρώπου, ο οποίος, σε αντίθεση με πολλούς άλλους, πρόσφερε στην πατρίδα τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, συμμετέχοντας ως εθελοντής σε μάχες που καθόρισαν τη μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας και ο οποίος έζησε στη συνέχεια απλά και ταπεινά, χωρίς να λάβει «ουδένα μισθόν» για την προσφορά του. Με το παράδειγμά του,  με τις αφηγήσεις του, αλλά και με τη στάση ζωής που ακολουθούσε, ο Ευστάθιος Χατζηδημητρίου ενέπνευσε, εκτός των άλλων, το σεβασμό και συνέβαλε στη διαμόρφωση των απόψεων συγγραφέων του δικού του περίγυρου, οι οποίοι αναφέρονται σ’ αυτόν μέσα στα λογοτεχνικά τους έργα, αναφορές που έχουν πάντα ένα ιδιαίτερο νόημα για τους ίδιους, αν λάβουμε υπόψη τον τόπο και τον χρόνο που γίνονται στα πλαίσια της υπόθεσης των έργων τους.

Το κύριο μέρος του βιβλίου, όπως ανάφερα και πιο πάνω, αποτελεί  το κείμενο που έγραψε σ’ ένα τετράδιο ο Ευστάθιος και που όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας ήταν για χρόνια χαμένο και εντοπίστηκε καιρό μετά το θάνατό του ανάμεσα σε άλλα χαρτιά και φακέλους. Το κείμενο αυτό έχει τον τίτλο «Η ζωή μου» και στη χειρόγραφη μορφή του καταλαμβάνει τριάντα οχτώ σελίδες, ενώ στην τυπωμένη στο βιβλίο μορφή του είκοσι μια σελίδες. Από αυτές οι εννέα αναφέρονται στη ζωή του στην Κύπρο, πριν καταταγεί ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό το 1912. Χωρίς να παραγνωρίζω το ενδιαφέρον που έχουν οι σελίδες που αναφέρονται στις μάχες που έλαβε μέρος και στις άλλες στρατιωτικές του περιπέτειες, βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσες τις σελίδες αυτές που μιλούν για τη ζωή του στην Κύπρο και την όλη πορεία που ακολούθησε μέχρι να πάρει την απόφαση να καταταγεί ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό το 1912. Τα στοιχεία, οι πληροφορίες, οι μαρτυρίες, που μπορούμε να αντλήσουμε για τη ζωή στην Κύπρο στις αρχές του εικοστού αιώνα, έτσι όπως δίνονται με τρόπο άμεσο και αυθεντικό, είναι πραγματικά πολύτιμες. Αυτός ο απλός τρόπος αφήγησης, αληθινός και χωρίς ίχνος αυταρέσκειας ή περιαυτολογίας, παρόλο που είχε κάθε λόγο να το κάνει, χαρακτηρίζει και το μέρος του κειμένου του Ευστάθιου που αναφέρεται στις μάχες στις οποίες έλαβε μέρος. Μιλά απλά και ταπεινά για το ουσιαστικό, χωρίς να ξεχωρίζει τον εαυτό του και χωρίς να θέλει να δώσει την εντύπωση ότι αυτό που έκανε ήταν κάτι το ξεχωριστό. Αντίθετα, κάποιες μικρές αναφορές σε συναντήσεις με ανθρώπους στις συνθήκες εκείνες του πολέμου, δείχνουν την ανθρώπινη του πλευρά και την ανθρωπιστική προσέγγιση που είχε και που ήταν μέρος του χαρακτήρα του.

Από την αφήγηση του Ευστάθιου στις πρώτες σελίδες του κειμένου του, μαθαίνουμε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα για την καθημερινή ζωή στην Κύπρο, τα οποία έτσι όπως δίνονται με απλό και αυθεντικό τρόπο έχουν ιδιαίτερη σημασία. Διαβάζω ένα απόσπασμα από το κείμενο του Ευστάθιου:

    Από 12 χρονών με την (εις) την Γεωργίαν, να σπείρω, να καλλιεργήσω. Όταν πέθανε (ο πατέρας μου) ήμουν 14 χρονών. Το βράδυ που πέθανε η μάνα μου έκλεγε και όταν την είδε τη ρώτησε γιατί κλαίει. Του είπε «τέσσερα μωρά τι θα γίνουν». Της λέγει, «ο θεός ορφανά κάμνει κακορίζικα δεν κάνει, έχω περιουσίαν, να πουληθούν να πληρωθούν και αν δεν τους μείνει να παν να δουλέψουν να κάμουν, και (εγώ) δεν είχα τίποτα, με τα δυο μου χέργια τα έκαμα». Με φώναξεν εμένα κοντά του. Επήγα. Μου έδωσε το χέρι το φίλησα, μου είπεν «με την ευχή μου παιδίν μου. Να φύγεις από το χωριόν». Όπου και έδωσεν τέλος 25 Μαρτίου 1899.

Στη συνέχεια περιγράφει πως εργαζόμενος στον σιδηρόδρομο πόνεσε τα μάτια του και πως μ’ ένα χωριανό του αμαξά, ταξιδεύοντας νύχτα, έφτασε στη Λευκωσία για να αναζητήσει γιατρό. Έτσι γνώρισε τον Χριστόδουλο Καλαβρό, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά και μαζί, τελικά, κατατάγηκαν ως εθελοντές στον ελληνικό στρατό.

Μέσα από  τις αναφορές αυτές εγώ προσωπικά μπόρεσα να καταλάβω πράγματα που άκουα για τη ζωή του δικού μου παππού, του Γιωρκή Μολέσκη, που στα τέλη του 19ουαιώνα, λίγο πριν από τον Ευστάθιο, ήρθε από τη Λύση με ένα αμάξι στη Λευκωσία για να σπουδάσει και να γίνει δάσκαλος. Στη μέση όμως των σπουδών του η περιουσία της οικογένειας πουλήθηκε από τους τοκογλύφους και δεν μπορούσε να τον στηρίζει άλλο. Έτσι έφυγε, αλλά δεν πήγε στη Λύση. Καθ’ οδόν συνάντησε έναν παπουτσή από την Αθηαίνου, πήγε μαζί του, έκατσε εκεί ένα χρόνο, έμαθε την τέχνη και μετά γύρισε στο χωριό του, άνοιξε δικό του εργαστήρι, και με τα χρήματα που κέρδισε αγόρασε πίσω κάποια από τα κτήματα του πατέρα του που είχαν πουληθεί. Και θα ήθελα ακόμη να σημειώσω στο σημείο αυτό μια αναφορά του Τάκη Χατζηδημητρίου στον πρόλογο του βιβλίου. Γράφει:

     Όσα ο πατέρας μου έλεγε τις μακρές νύκτες του χειμώνα ή τις καλοκαιρινές βραδιές κάτω από την κληματαριά μας εντυπώθηκαν βαθιά. Χρειάστηκε όμως να περάσουν χρόνια πολλά για να ξαναλογαριάσουμε όσα ακούσαμε, για να καταλάβουμε πόσο σημαντικά ήταν. Βρήκαμε ακόμη ότι μας δημιουργήθηκαν πολλά ερωτήματα και απορίες, όμως ο Ευστάθιος δεν ήταν πια ανάμεσά μας για να μας απαντήσει. (Σελ.: 11)

Νομίζω ότι  πολλοί από εμάς κάναμε κάποια στιγμή της ζωής μας την ίδια αυτή σκέψη, αναλογιζόμενοι ανθρώπους που έχουν φύγει χωρίς να τους ρωτήσουμε, χωρίς να επιμένουμε να μας πουν πράγματα που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μέρος της προσωπικής και της συλλογικής μας μνήμης κι όταν φεύγουν πολλά πράγματα φεύγουν μαζί τους. Και, όσο κι αν είναι τραγικό,

ύστερα από μάς έρχονται εκείνοι που δεν ξέρουν. (Γ.Μ.)

Με το βιβλίο αυτό ο Τάκης Χατζηδημητρίου έχει κάνει κάτι το πολύ σημαντικό στη διάσωση αυτής της μνήμης, αλλά και της μορφής και της ουσίας ενός κόσμου που έχει φύγει. Γιατί, όπως το λέει και αλλού:

Οι εθελοντές δεν ήταν μόνο στρατιώτες, δεν ήταν μόνο μαχητές. Ήταν οι πρωτοπόροι μιας γενιάς που εννόησε τα σημεία των καιρών και ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της ιστορίας. (Σελ. :15)

Μαζί τους και ο Ευστάθιος,

ένας νέος, με μόνο στοιχειώδεις γνώσεις των πρώτων τάξεων του δημοτικού, θεώρησε καθήκον του να πάει στην Ελλάδα να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν πήγε ως μισθοφόρος, αλλά ως άνθρωπος που υπάκουσε στη φωνή της συνείδησής του. (Σελ.: 13)

Τα όσα ο Ευστάθιος μας διηγείται για τις μάχες που έλαβε μέρος, τις νικηφόρες αλλά και τις χαμένες, με τις χιλιάδες των νεκρών, τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις, μας βοηθά να καταλάβουμε πολλά για το αλτρουιστικό πνεύμα και την ειλικρινή και την ειλικρινή διάθεση των Κυπρίων εθελοντών να προσφέρουν στην πατρίδα τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής τους, τα νιάτα τους, ακόμη και την ίδια τη ζωή τους. Γενικά είναι πολλά που μπορεί να μας διδάξει η μελέτη του ιστορικού αυτού κεφαλαίου του εθελοντισμού. Και αυτό θα το καταλάβουμε, κυρίως, μελετώντας συγκεκριμένα παραδείγματα ανθρώπων, όπως αυτό του Ευστάθιου Χατζηδημητρίου.

Φτάνοντας στο τέλος του ημιτελούς τετραδίου του Ευστάθιου νιώθεις ότι θα ήθελες αυτό να συνεχιστεί, να καταγράψει και άλλα που έμειναν έξω από τις πολεμικές του περιπέτειες και από τις ειρηνικές μέρες της ζωής του. Όμως ξέρεις πως δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Και είναι ευτύχημα που αναφορές στον Ευστάθιο, οι οποίες γίνονται σε διάφορα άλλα κείμενα, συγκεντρώνονται  με πολλή επιμέλεια στο βιβλίο και που μαζί με τα διάφορα σχόλια και πληροφορίες που δίνει ο Τάκης Χατζηδημητρίου, διευρύνουν την εικόνα της αφήγησης και προσθέτουν στις πληροφορίες που παίρνουμε από το δικό του κείμενο.  Πρώτα είναι τρία άρθρα του Γιάννη Κατσούρη, τρεις συνεντεύξεις με τον Ευστάθιο, που δημοσιεύονται στην εφημερίδα «Ο Αγών», τον Απρίλιο του 1968, περίοδο κατά την οποία οι αφηγήσεις αυτές είχαν ιδιαίτερη σημασία, εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε στον τόπο μας. Ύστερα είναι οι αναφορές που γίνονται στον Ευστάθιο σε λογοτεχνικά έργα του γαμβρού του Λουκή Ακρίτα, του φίλου της οικογένειας Γιάννη Κατσούρη και ιδιαίτερα της κόρης του Ήβης Μελεάγρου.

Στις συνεντεύξεις με τον Γιάννη Κατσούρη μιλά για τις στρατιωτικές του περιπέτειες και αναφέρεται σε διαφορές ιστορίες του μετώπου, πάντα με τον γνωστό απλό και ταπεινό τρόπο με τον οποίο γράφει στο δικό του τετράδιο. Όλα αυτά έχουν σκοπό να ενημερώσουν τους αναγνώστες της εφημερίδας σε μια περίοδο δικοινοτικών συγκρούσεων και με ανοιχτή την απειλή της τουρκικής επέμβασης.  Δεν είναι καθόλου τυχαίο, νομίζω, που αυτή την περίοδο η εφημερίδα, και ο ίδιος ο συντάκτης των συνεντεύξεων, ενδιαφέρονται να δημοσιεύσουν τις αναφορές ενός ανθρώπου, ο οποίος έζησε άλλους πολέμους σε κρίσιμες για την πατρίδα εποχές. Γίνεται, δηλαδή, ο Ευστάθιος, με τις αναφορές του, και βεβαίως με το παράδειγμά του, ένα μέτρο με το οποίο μετριέται η στάση των σύγχρονων ανθρώπων. Τον ίδιο ρόλο έχουν, κατά κάποιο τρόπο, και οι αναφορές στον Ευστάθιο στα λογοτεχνικά έργα στα οποία παρουσιάζεται ως ένας από τους ήρωές τους.

Στα μυθιστορήματα «Ανατολική Μεσόγειος» και «Προτελευταία Εποχή», της κόρης του Ευστάθιου Ήβης Μελεάγρου, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει στο βιβλίο ο Τάκης Χατζηδημητρίου:

Οι αναφορές … αναδύονται μέσα στις σελίδες από μόνες τους σαν μια αναγκαιότητα. Δεν παίρνουν πολλές σελίδες, όμως αποτελούν αναφορές κλειδιά σε ανθρώπους και γεγονότα που χρησιμεύουν για την κατανόηση και την εμβάθυνση της ιστορικότητας του έργου της…

Οι διηγήσεις του για τους πολέμους από το 1912 ως το 1922 έχουν αυθεντικότητα και πειστικότητα βεβαιωμένη από την ίδια τη ζωή του ανθρώπου. Ήταν η εποχή που οι άνθρωποι πρόσφεραν τον εαυτό τους για ένα σκοπό χωρίς να ζητήσουν ανταλλάγματα….

Οι εμμονές του Ευστάθιου στις αναμνήσεις του πολέμου φανερώνουν το νόημα και τη σημασία που είχε στη ζωή ενός ανθρώπου η υπέρβαση της καθημερινότητας και της προκαθορισμένης συμβατικής ζωής. Τα αληθινά, τα πλήρη χρόνια της ζωής του Ευστάθιου ήταν εκείνα που βρέθηκε μπλεγμένος, με δική του επιλογή, στους πλοκάμους της διαμόρφωσης της ιστορίας με καθημερινό τον κίνδυνο για τη ζωή του.

Αυτό είναι που τον κάνει να στρέφεται συνεχώς στο παρελθόν ή ακόμη και να αναζητά ερμηνεία για την αναβίωση στην Κύπρο της σύγκρουσης με τους Τούρκους στις συνθήκες και τα γεγονότα της εποχής εκείνης.

Η συγγραφέας διψά, άγχεται για τα τωρινά. Ο πατέρας επιμένει  στο παρελθόν. Ο αναγνώστης τελικά τα παίρνει και τα δύο. Μπορώ να πω ότι θα ’θελε και περισσότερα για το παρελθόν, γιατί καταλαβαίνει ότι τα όσα σήμερα συμβαίνουν έχουν πιο βαθιές ρίζες. Για τους αγώνες, τις θυσίες δικαιωμένες και χαμένες, την πατρίδα, τους συμμάχους…

Τα γεγονότα που η κόρη του τώρα ζει ο Ευστάθιος τα έζησε πριν πενήντα χρόνια. Η μεταφορά τους στα σημερινά είναι δύσκολη αλλά κάνει και τα σημερινά εξηγήσιμα. Πώς εμπλακήκαμε σε πολέμους, πόσο μόνοι είμαστε στις δύσκολες ώρες, πόσα πάθη καλλιεργήθηκαν και πόσα τραγικά περιστατικά τα συνόδεψαν. (Σελ.: 63 – 64)

Από τις αφηγήσεις του πατέρα η Ήβη Μελεάγρου επιλέγει κάποια χαρακτηριστικά επεισόδια, στα οποία ο ίδιος θα αναφερόταν συχνά στις αφηγήσεις του γιατί ήταν πράγματα που τον συγκλόνισαν και που αποτυπωθήκαν βαθιά μέσα του. Τα αφηγείται ως ενδιαφέρουσες και ξεχωριστές ιστορίες. Αυτές οι ιστορίες δείχνουν, ωστόσο,  το εσωτερικό πάθος και την αγάπη του για την πατρίδα και για την ελευθερία. Ένα τέτοιο επεισόδιο είναι αυτό που συνέβηκε το 1922 στη Ραιδεστό, μετά την ήττα του Ελληνικού στρατού και την οργή που συσσωρεύτηκε μέσα στους στρατιώτες από τα λάθη της ηγεσίας. Το επεισόδιο περιγράφεται στο μυθιστόρημα «Προτελευταία Εποχή» και η αφήγησή του, μια συνομιλία με τον εγγονό του, τοποθετείται σε μια κρίσιμη για την Κύπρο περίοδο, στην έξαρση των γεγονότων του 1963 – 1964 και ενώ έξω ακούγονται πυροβολισμοί:

Μπαμ – μπαμ – μπαμ

-Παππού… άκου…

-Ε, λοιπόν;… Τι;… Πρόσεχε εδώ… Στη Ραιδεστό, που λες… ξέρεις τη Ραιδεστό Ίων;… Στο καφενείο κοντά στη θάλασσα, γεμάτο στρατιώτες, ανέβηκα σ’ ένα τραπέζι, κήρυξα την επανάσταση, ζητωκραύγασα. Κι ο τόπος παντού σπιούνους… μ’ άρπαξαν… Έτσι, παιδί, κι εσύ σαν τον παππού σου να μοιάζεις, να μη φοβάσαι. Όταν είναι για το σωστό και το δίκαιο… για το καλό της Πατρίδας, να μην κάνεις ποτέ πίσω… Σου αφήνω όρκο!… (Σελ.: 50)

Έτσι η συγγραφέας χρησιμοποιεί το παράδειγμα του Ευστάθιου για να δώσει ένα μήνυμα, αλλά ταυτόχρονα να δείξει τη σχέση των γεγονότων που συμβαίνουν με την ιστορία, βαθαίνοντας έτσι και την ιστορικότητα του δικού της έργου.

Στην «Ανατολική Μεσόγειο» η Ήβη Μελεάγρου παρουσιάζει μια άλλη αφήγηση του πατέρα, ένα επεισόδιο που συνέβηκε το 1915, την ημέρα της ονομαστική γιορτής του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος την περίοδο εκείνη είχε απολυθεί από το Βασιλιά που διέλυσε τη Βουλή:

  …Είχε πολλούς Βενιζελικούς στο στράτευμα, μα κανείς δεν τολμούσε να εκδηλωθεί, ο τόπος ήταν γεμάτος χαφιέδες. Τη μέρα, λοιπόν, της γιορτής του Βενιζέλου, το αποφάσισα να πάω να τον χαιρετήσω, Το λέω στους δυο άλλους συντρόφους μου συμπατριώτες και εκείνοι, ο ένας παέι, Θεός σχωρέσει τον, ο άλλος στην Αφρική, χάθηκε από τότε… τέλος πάντων… Τους λέω, κείνοι, για όνομα του Θεού βρε Στάθη θα μας κάψεις, τι πας να κάνεις… Τίποτα, εγώ παρμένη απόφαση.

     Ναι, πατέρα, το ξέρω καλά… Σε ακολούθησαν. Το σπίτι του Βενιζέλου ήταν πίσω από το Πανεπιστήμιο, πλάι στην Οφθαλμολογική Κλινική και οι δρόμοι, τα μπαλκόνια γύρω γεμάτα κόσμο. Όταν παρουσιαστήκατε οι τρεις στρατιώτες, συ μπροστά ν’ ανοίγεις δρόμο, πάντα μπροστά εσύ, πατέρα, σείστηκε ο τόπος στα χειροκροτήματα, είσαστε οι μόνοι εν στολή που το αποτολμήσατε…

Σε μια άλλη αφήγηση του Ευστάθιου η Ήβη Μελεάγρου κάνει λόγο τόσο στην «Ανατολική Μεσόγειο», όσο και στην «Προτελευταία Εποχή». Πρόκειται για  μια συνομιλία με Τούρκο αιχμάλωτο αξιωματικό, που έγινε κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας:

Ήταν ένας ταγματάρχης αιχμάλωτος μ’ άλλους εκατόν. Τους κρατούσαμε σ’ ένα σχολείο κι ήμουνα φρουρός. Με ρώτησε πόθεν είμαι. Του είπα. Και ξεκίνησες από εκεί κι ήρθες να πολεμήσεις;… με ρώτησε κι είχε μια έκπληξη. Βεβαίως, λέω, αφού μας χρειάστηκε η πατρίς… Έμεινε σκεφτικός, «τέτοια φυλή είστε σεις, λέει, όπου βρίσκεστε τρέχετε… Έχουμε κι εμείς δικούς μας εκεί κοντά σας. Σηκώθηκε κανείς να ‘ρθη να προσφερθεί; Άκουσες κανένα; Ποτέ… (Σελ.: 69)

Όλα αυτά δείχνουν το χαρακτήρα του Ευστάθιου και πως αυτός, με το παράδειγμα της ζωής του γίνεται πηγή έμπνευσης για τη συγγραφέα. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, που ο ίδιος γίνεται πρόσωπο μυθιστορηματικό σε έργα που μιλούν για γεγονότα δραματικά για τον τόπο, για εποχές που και πάλι χρειάζεται να υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να προσφέρουν τον εαυτό τους στον αγώνα για τη σωτηρία της πατρίδας.

Στη μορφή του Ευστάθιου καταφεύγει και ο Γιάννης Κατσούρης στο μυθιστόρημα του «Στυλιανού Ανάβασης», προκειμένου να συνθέσει τη μορφή του πατέρα του ήρωα – αφηγητή  του Γιάννη Στυλιανού. Η αναφορά είναι στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο μιλά για τα γεγονότα της νύχτας εκείνης του Δεκεμβρίου του 1963, όταν είχαν αρχίσει οι δικοινοτικές συγκρούσεις και έπεσαν οι πρώτοι νεκροί, πράγματα που σηματοδότησαν την αρχή των περιπετειών της νεοσύστατης τότε κυπριακής δημοκρατίας. Η σκηνή διαδραματίζεται σ’ ένα σπίτι στην παλιά Λευκωσία, είναι νύχτα, έξω πέφτουν πυροβολισμοί, ενώ στο δρόμο κείτεται κι ένας νεκρός. Τότε ο πατέρας αρχίζει να μιλά για τους δικούς πολέμους και τις μάχες, που έγιναν σαράντα και παραπάνω χρόνια πριν. Έχουμε δηλαδή μια κατάσταση παρόμοια με αυτή στην οποία η ηρωίδα της Ήβης Μελεάγρου συνομιλεί με τον δικό της πατέρα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση ο πατέρας είναι η ώριμη και σταθερή μορφή, που ότι έχει ζήσει είναι πια για πάντα δικό του και αυτό τον οπλίζει με μια ψυχραιμία άγνωστη στους γύρω του:

      Έκλεισα το παράθυρο, ύστερα την πόρτα του σαλονιού και προχώρησα στην κουζίνα ολότελα τρομοκρατημένος. Αποφάσισα μα μην πω τίποτα σε κανένα. Ούτε για το σκοτωμένο ούτε για το μιναρέ.

     Θέλησα να ανάψω τσιγάρο μα δεν τα κατάφερα. Μου άναψε ο πατέρας.

      -Ξέρεις δεν είναι από…  φόβο, είπα.

      -Ξέρω. Και σε λίγο: Και από φόβο να είναι έχει καμιά σημασία;

       Έμεινα και τον κοίταζα.

       Ναι, δεν έχει σημασία.

       Τότε βάλτηκε να μου λέει την πολεμική του ιστορία, κι εκείνη τη στιγμή ήταν μια κάποια λύση, νομίζω. (Σελ.:95)

Έξω οι πυροβολισμοί συνεχίζονται, όμως ο πατέρας συνεχίζει την αφήγησή του για τις πολεμικές του περιπέτειες. Και την ολοκληρώνει την κουβέντα του:

     Σ΄ αυτή τη ζωή είναι να προλαβαίνεις τα γεγονότα, αλλιώτικα βάλ’ του ρίγανη…. Σήμερα, όπως καταλαβαίνεις, δεν προλάβαμε τα γεγονότα. Τώρα ένας Θεός ξέρει… (Σελ.: 96)

Στον Ευστάθιο, τον άντρα της αδελφής του Ευρούς, αναφέρεται και ο Λουκής Ακρίτας, στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Νέος με καλάς συστάσεις», παίρνοντας αφορμή από μια επιστολή που με την παρότρυνση της Ευρούς  του έγραψε και τον συμβούλευε να γυρίσει πίσω στην Κύπρο:

Ένα γράμμα συστημένο από το γαμπρό μου, με ξάφνιασε. Γράφει πως τον παρακάλεσε πολύ η αδελφή μου, γιατί έμαθε πως τράβηξα κακό δρόμο. Όμως ο ίδιος πιστεύει το αντίθετο, γιατί με ξέρει καλά…. (Σελ.: 84)

Αυτό δίνει την ευκαιρία στον Ακρίτα να αναφερθεί στον Ευστάθιο, αλλά και αναπτύξει τους λόγους που τον οδήγησαν στην Αθήνα. Του δίνει ακόμη την ευκαιρία να περιγράψει μια από τις δικές του περιπέτειες, αντιπαραβάλλοντας τον αγνό και ανιδιοτελή πολεμιστή γαμβρό του με τον συμπολεμιστή του Στακέα, που το κυνήγι του χρήματος τον κάνει να χάσει πολλά από την παλιά ανθρώπινή του υπόσταση.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσω ότι ο Τάκης Χατζηδημητρίου, με πολλή επιμέλεια  επιλέγει και δημοσιεύει στο βιβλίο όλες αυτές τις αναφορές από τα λογοτεχνικά βιβλία που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Επιπλέον, προσθέτει τα δικά του σχόλια και επεξηγήσεις για πράγματα που είναι άγνωστα στον αναγνώστη, τοποθετώντας έτσι όλες αυτές τις αναφορές σ’ ένα πλαίσιο λειτουργικό και αναγκαίο για την πλήρη κατανόηση των κειμένων.  Με τον ίδιο τρόπο, και ανατρέχοντας συχνά σε διάφορες πηγές, σχολιάζει τα διάφορα ιστορικά γεγονότα που αναφέροντα, είτε στο κείμενο του ίδιου του Ευστάθιου, είτε στις διάφορες αναφορές του, όπως αυτές δίνονται μέσα από τα λογοτεχνικά έργα. Συμπληρώνει, επίσης, με δικές του μνήμες από αφηγήσεις του πατέρα του, αλλά και από τη ζωή που έζησε ως πολίτης στην Κύπρο και ασκώντας διάφορα επαγγέλματα, τις σχέσεις του με διάφορους ανθρώπους, τις απόψεις που εξέφραζε για διάφορα θέματα και άλλα. Όλα αυτά συνθέτουν ένα ελκυστικό στην ανάγνωσή του χρονικό της περιόδου που έζησε ο Ευστάθιος Χατζηδημητρίου, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβηκαν δραματικά γεγονότα για τον ελληνισμό, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο. Ταυτόχρονα συνιστούν και μια πλήρη βιογραφία και συμβάλλουν στην κατανόηση ενός ανθρώπου, που με δική του επιλογή και θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, συμμετείχε σε μάχες που καθόρισαν την τύχη του έθνους. Και όλα αυτά χωρίς να λάβει «ουδένα μισθόν».

Γιώργος Μολέσκης

Μάρτιος 2014 (Αναθεώρηση Μάιος 2014)

Το κείμενο ομιλίας στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε τον Μάρτιο του 2014 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου

 

Βασίλης Μιχαηλίδης, Επιλεγμένα ποιήματα, Επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου,

 

Λευκωσία, Μικροφιλολογικά, 2013, σελ. 315.

 

Στην Εισαγωγή του βιβλίου Βασίλης Μιχαηλίδης, Επιλεγμένα ποιήματα, ο Λευτέρης Παπαλεοντίου ξεκαθαρίζει ότι στον «τόμο αυτό επιχειρείται να δοθεί μια χρηστική έκδοση επιλεγμένων ποιημάτων του Β. Μιχαηλίδη». Διαβάζοντας, ωστόσο, το βιβλίο, συνειδητοποιείς ότι αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια τέτοια ανθολόγηση. Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή, επιστημονικά και βιβλιογραφικά τεκμηριωμένη και ολοκληρωμένη εργασία για τον ποιητή, το έργο του και την εποχή του. Στην εκτεταμένη Εισαγωγή του επιμελητή, που προτάσσεται στον τόμο αυτό, γίνεται αναφορά στις συνθήκες που διαμόρφωσαν τη ζωή του ποιητή, την (περιορισμένη) σχολική και κοινωνική του μόρφωση. Μέσα από αυτή την παρουσίαση αναδεικνύεται και τεκμηριώνεται το πιο ουσιαστικό και καθοριστικό, κατά την άποψή μου, στοιχείο της δημιουργικής πορείας του Μιχαηλίδη – αυτό της γλώσσας και των γλωσσικών και ποιητικών του επιλογών. Η περιορισμένη μόρφωση του ποιητή και η προσπάθειά του να γράψει ποίηση σε λόγια γλώσσα, επηρεασμένος και από το κλίμα που επικρατούσε γύρω του, σε μια περίοδο έντονης διγλωσσίας, δεν του άφηναν πολλά περιθώρια επιτυχίας. Η χρήση του τοπικού ιδιώματος, της κυπριακής διαλέκτου, και μάλιστα στην αυθεντική, μεσαρίτικη μορφή της, χωρίς δηλαδή το ιδιωματικό κοκτέιλ στο οποίο έγραψε, για παράδειγμα, ο Δημήτρης Λιπέρτης, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που βοήθησε τον Μιχαηλίδη να ξεδιπλώσει το ταλέντο του και να δώσει τα καλύτερά του ποιήματα, χάρη στα οποία επιβιώνει σήμερα ως ποιητής. Στην Εισαγωγή του Λευτέρη Παπαλεοντίου γίνεται, επίσης, μια πρώτη διαπραγμάτευση της σχέσης του ποιητή με τη λαϊκή και δημώδη ποίηση της Κύπρου, καθώς και με την ποιητάρικη δημιουργία της εποχής του. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης, όσο κι αν διέθετε περιορισμένη σχολική μόρφωση, δεν μπορούσε να περιορίσει τις εμπνεύσεις του σύμφωνα με το παράδειγμα των λαϊκών ποιητών και των ποιητάρηδων. Ο ίδιος έζησε σ’ ένα κόσμο ευρύτερο και πολυπλοκότερο και με άλλες ανησυχίες από τον δικό τους• και το κυριότερο, ήταν μια καλλιτεχνική φύση, με πολλές ευαισθησίες. Ταυτόχρονα διακατεχόταν από τα ιδεολογικά οράματα και τις πολιτικές ανησυχίες της εποχής του και κουβαλούσε μέσα του παραστάσεις από τον έξω κόσμο, αφού ταξίδεψε στην Ιταλία, με σκοπό να σπουδάσει ζωγραφική, και στην Ελλάδα, όπου πολέμησε ως εθελοντής στο Θεσσαλικό μέτωπο. Επίσης, έζησε τα εφηβικά του χρόνια, αλλά και αργότερα, σ’ ένα πιο λόγιο περιβάλλον, από το οποίο δέχτηκε διαφορετικά ερεθίσματα από αυτά των ποιητάρηδων. Γι’ αυτό άλλωστε προσπάθησε να εκφραστεί σε λόγια γλώσσα, ακολουθώντας τις λογοτεχνικές τάσεις της εποχής του. Αυτό έκανε και ώς το τέλος της ζωής του, γράφοντας παράλληλα στην κυπριακή διάλεκτο και σε μια λόγια γλώσσα, ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας. Εκεί, ωστόσο, που χρησιμοποίησε την κυπριακή διάλεκτο, γλώσσα την οποία κατείχε καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη μορφή της νεοελληνικής, η ποίησή του έφτασε σε υψηλά επίπεδα εκφραστικότητας, αποκαλύπτοντας το γνήσιο ποιητικό του ταλέντο. Ταυτόχρονα ανήγαγε και την ίδια τη διάλεκτο σε νέα επίπεδα, καθιερώνοντάς την ως λογοτεχνική γλώσσα. Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έφερε μέσα του το ταλέντο του δημιουργού. Αυτό είναι εμφανές, όχι μόνο στα ποιήματα που τον καθιέρωσαν, αλλά και στα άλλα, τα κάπως άτεχνα, που κυμαίνονται γλωσσικά ανάμεσα σε μια λόγια και μια ομιλούμενη ελληνική της εποχής του. Ήταν άνθρωπος με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και μια πρωτότυπη ποιητική ματιά στα πράγματα. Και αυτό φαίνεται μέσα από το έργο του. Συνεξετάζοντας το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη μαζί με το έργο άλλων ποιητών της εποχής του, ο Λευτέρης Παπαλεοντίου φωτίζει από διαφορετικές πλευρές το έργο του ποιητή. Ανάμεσα σ’ άλλα, προβάλλει τεκμηριωμένα την άποψή του για τη σημασία που είχε η επιλογή του τοπικού ιδιώματος ως γλώσσας των σημαντικότερων ποιημάτων του Μιχαηλίδη, την «Ανεράδα», τη «Χιώτισσα» και την «9η Ιουλίου». Η επιλογή αυτή τον διαφοροποιεί τόσο από τους λόγιους ποιητές της εποχής του όσο και από τους λαϊκούς ποιητές ή τους ποιητάρηδες. Ο Μιχαηλίδης χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως εργαλείο με δημιουργικό τρόπο και την παράδοση ως πηγή άντλησης χρήσιμων και δοκιμασμένων στοιχείων για τη δική του δημιουργία. Αυτό τον αναδεικνύει σ’ ένα πρωτότυπο και αληθινό ποιητή, στον οποίο δόθηκε δίκαια ο τίτλος του εθνικού ποιητή. Όσον αφορά την επενέργεια του έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη πάνω στους δημιουργούς της Κύπρου, βλέπουμε ότι η επίδραση που άσκησε τόσο πάνω στους λόγιους όσο και στους λαϊκούς ποιητές είναι διαχρονική και ουσιαστική. Έτσι, επηρέασε λόγιους ποιητές όπως ο Δημήτρης Λιπέρτης και ο Κώστας Μόντης, κατευθύνοντάς τους να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και να γράψουν στίχους στο κυπριακό ιδίωμα. Παράλληλα, δίδαξε λαϊκούς ποιητές στο πώς θα προσεγγίζουν και θα επεξεργάζονται τη θεματική, τη γλώσσα και γενικά τους ποιητικούς τρόπους. Προσωπικά θυμούμαι με πόση αγάπη και θαυμασμό μιλούσε για τον Μιχαηλίδη ο Παύλος Λιασίδης, ο οποίος του αφιέρωσε το ποίημα «Για τον αξίχαστον ποιητήν Βασίλην Μιχαηλίδην», το οποίο ο Παπαλεοντίου περιλαμβάνει σε Παράρτημα του τόμου, μαζί με άλλα ποιήματα αφιερωμένα στον Μιχαηλίδη, γραμμένα από τους Γιάννη Περδίο, Γλαύκο Αλιθέρση, Βάσο Γερμασοΐτη και Ζαχαρία Σωτηρίου. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι κάποια από τα ποιήματα του Μιχαηλίδη, όπως η «Χιώτισσα» και η «9η Ιουλίου», αλλά και κάποια από τα εντεψίζικά του, ξέφυγαν από το πλαίσιο της επώνυμης ποίησης και πέρασαν στο λαό ως ανώνυμα δημοτικά τραγούδια. Για το θέμα αυτό διατηρώ έντονες προσωπικές μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια. Θυμούμαι κάποιες καλοκαιριάτικες νύχτες, που καθόμασταν με τη γιαγιά μου τη Λουκιανή στην αυλή του σπιτιού της, ανάμεσα σε κάτι γέρικα δέντρα, κι αυτή μου απάγγελλε τραγουδιστά από μνήμης τη «Χιώτισσα» και την «9η Ιουλίου». Θυμούμαι ακόμη την αγωνία και το φόβο που ένιωθα ακούγοντας στίχους όπως: «Αντάν εκόψαν τους δεσποτάες μες τζείν’ τα βάσανα τα πολλά, που ‘ρταν καμπόσοι Αρναουτάες στην Λεμεσόν με τον Χατζιαλάν τζι είχαν τον μαύρον χάρον μιτά τους, τζι ο κόσμος έτρεμεν τ’ άρματά τους, που ‘τουν οι τόποι νεκατσιασμένοι, κάθε καντούνιν τζιαι μαχαλλάς, τζι ήτουν στα σπίδκια τους τρυπωμένοι ‘πού τα σουρούπια του φου οι λας»…

Η γιαγιά μου δεν γνώριζε, βέβαια, το όνομα του ποιητή και νομίζω ότι δεν ήξερε καν ανάγνωση. Από τις απαγγελίες εκείνες είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό μου κάποια αποσπάσματα των ποιημάτων, τα οποία διαπίστωσα αρκετά χρόνια αργότερα ότι προέρχονταν από τα ποιήματα του Μιχαηλίδη. Έτσι, ο τίτλος του εθνικού ποιητή που του αποδόθηκε δεν έχει μόνο την έννοια του τραγουδιστή εθνικών θεμάτων, αλλά και του ποιητή που μίλησε στο λαό με τη γλώσσα του και τον κέρδισε. Στην εκτεταμένη Εισαγωγή του ο Λευτέρης Παπαλεοντίου διερευνά αρκετά σχολαστικά τόσο το στιχουργικό σύστημα όσο και στοιχεία της ποιητικής του Βασίλη Μιχαηλίδη, με έμφαση στα μεγάλα, αφηγηματικά του ποιήματα. Για παράδειγμα, παρουσιάζει τους τρόπους με τους οποίους ο Μιχαηλίδης χτίζει τις μεταφορές και τις ποιητικές του εικόνες, καθώς και τους τρόπους που χρησιμοποιεί για να σκιαγραφήσει την ψυχολογία βασικών ηρώων του, όπως η Χιώτισσα, ο Κυπριανός, ο Κκιόρογλου, ο βοσκός Δημήτρης και άλλοι, στους οποίους παραχωρεί τον λόγο και τους αφήνει να εκφραστούν με δικά τους λόγια, με ένα προσωπικό ύφος που τους χαρακτηρίζει. Παράλληλα γίνεται λόγος για τη γλώσσα των σατιρικών ποιημάτων του, τα πιθανά ποιητικά του πρότυπα, τις πηγές έμπνευσής του, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που αποτελούν τον στόχο της σάτιράς του. Στο πλαίσιο αυτό διερευνώνται και οι πιθανές επαφές του Μιχαηλίδη με το έργο Ελλαδιτών ποιητών, όπως ο Γεώργιος Σουρής και άλλοι. Συνεξετάζονται, επίσης, οι ιδεολογικές τάσεις και τα εθνικά οράματα της εποχής του, με κυρίαρχη τη «Μεγάλη Ιδέα», που καθόρισαν τη θεματική, την πατριωτική έξαρση και τον υψηλό τόνο των μεγάλων ποιημάτων του Μιχαηλίδη. Πέρα από όλα αυτά, πολύ ενδιαφέρουσες είναι και οι επισημάνσεις που γίνονται για τον ρόλο και την επίδραση που άσκησε ο περίγυρος του Μιχαηλίδη αναφορικά με τις γλωσσικές του επιλογές και τη θεματική των ποιημάτων του. Ο ίδιος ο περίγυρος, με το παράδειγμά του, τον παρωθεί στο να χρησιμοποιεί τη λόγια γλώσσα και μια, επίσης «λόγια», θεματική. Από την άλλη, κάποιοι διορατικοί άνθρωποι, όπως ο Σίμος Μενάρδος ή ο Στυλιανός Χουρμούζιος, τον καθοδήγησαν με τις συμβουλές τους στη χρήση της κυπριακής διαλέκτου. Όλα τούτα ανοίγουν δρόμους για τους μελετητές του Μιχαηλίδη, που θα ήθελαν να καταπιαστούν πιο συστηματικά με επιμέρους πτυχές του έργου του. Θα έχουν μάλιστα και στη διάθεσή τους την πλούσια βιβλιογραφία που δημοσιεύεται στο τέλος του βιβλίου.

Το κυρίως σώμα του βιβλίου, όπως δηλώνεται και από τον τίτλο, είναι μια εκτεταμένη ανθολόγηση ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη. Περιλαμβάνει τόσο τα γνωστά και καταξιωμένα ποιήματά του στο τοπικό ιδίωμα, όπως «Η Ανεράδα», «Η Χιώτισσα», «Η 9η Ιουλίου 1821», όσο και άλλα, λιγότερο γνωστά, καθώς και ποιήματα γραμμένα σε μια μικτή γλώσσα, με στοιχεία της καθαρεύουσας ή μιας ομιλούμενης «δημοτικής», ενώ σε μερικά άλλα χρησιμοποιείται για σκοπούς σάτιρας ένα ακραίο γλωσσικό κράμα, λέξεις και εκφράσεις της ελληνικής, της τουρκικής και της αγγλικής αλλά και τοπικοί ιδιωματισμοί. Από θεματικής άποψης η ανθολόγηση περιλαμβάνει, εκτός από αυτά που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πατριωτικά ποιήματα, και κοινωνικά, ερωτικά, σατιρικά, ακόμη και τα λεγόμενα εντεψίζικα, όπως «Ο Αμολόητος», «Το πάλιωμαν του βίλλου με τον πούττον» και άλλα. Πρόκειται για ευρεία ανθολόγηση, η οποία, εκτός από το ότι συγκεντρώνει τα σημαντικότερα έργα του ποιητή, δίνει μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα το συνόλου του έργου του. Η συνύπαρξη ποιημάτων διαφορετικής αισθητικής αξίας προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να αντιληφθεί και να κατανοήσει τα γενικότερα ενδιαφέροντα και τις λογοτεχνικές αναζητήσεις του Μιχαηλίδη. Μέσα από αυτά αναδεικνύεται και αυτό για το οποίο μίλησα και πιο πριν: η ευαίσθητη φύση, το ταλέντο του ποιητή. Όλα αυτά τα ποιήματα δημοσιεύονται στο βιβλίο με εξαιρετική γλωσσική επιμέλεια, αφού διορθώνονται λάθη και ανακρίβειες προηγούμενων εκδόσεων. Η αρίθμηση των στίχων διευκολύνει τον αναγνώστη και κυρίως τον δάσκαλο και τον μελετητή που θα ασχοληθεί με το έργο του Μιχαηλίδη. Το σώμα αυτό των επιλεγμένων ποιημάτων, μαζί με τη λεπτομερή καταγραφή των πρώτων εκδόσεων και, ασφαλώς, και το Γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου, κάνουν την ανθολόγηση αυτή εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χρηστική, για να υπενθυμίσω και πάλι έναν από τους στόχους της έκδοσης αυτής, όπως τον θέτει ο επιμελητής. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετεί και η ενότητα που περιλαμβάνει ολόκληρες κριτικές είτε εκτεταμένα και σύντομα αποσπάσματα από μελέτες, ποιήματα, επιστολές και άλλες απόψεις για το έργο του Μιχαηλίδη, που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια πολλών χρόνων, από την εποχή της έκδοσης της Ασθενούς λύρας ως το 1960. Σίγουρα το μέρος αυτό του βιβλίου αποτελεί καρπό μιας σοβαρής ερευνητικής εργασίας, όπως και το αναλυτικό χρονολόγιο του Μιχαηλίδη. Όλα αυτά προσφέρουν στον αναγνώστη ή στον μελετητή τη δυνατότητα να παρακολουθήσει διαχρονικά την υποδοχή του ποιητή από σύγχρονούς του αλλά και από κατοπινούς κριτικούς, μελετητές και λογοτέχνες. Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω ότι το βιβλίο αυτό, με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά και με την εκδοτική του αρτιότητα, καταλαμβάνει μια πολύ ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις εκδόσεις του έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη, αλλά και ανάμεσα στα μελετήματα που γράφτηκαν για την ποίησή του.

Γιώργος Μολέσκης

Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Λευτέρη Παπαλεοντίου Βασίλης Μιχαηλίδης. Επιλεγμένα Ποιήματα, οίκημα Δήμου Λευκονίκου, Λευκωσία, Τετάρτη, 12 Ιουνίου 2013

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Άνευ», Τεύχος 52, Καλοκαίρι 2014.

 

ΛΥΣΗ: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

 

Ένα χωριό είναι ο τόπος, με τα σπίτια, τα καφενεία, τους δρόμους και τις πλατείες του. Είναι η γη του, με τα δέντρα, τα χωράφια και τα περιβόλια. Ένα χωριό είναι όμως και κάτι άλλο, πιο σημαντικό, είναι αυτό που εκφράζεται διαχρονικά μέσα από τους ανθρώπους του, μέσα από την καθημερινή τους συμπεριφορά και στις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους και με τον τόπο τους, είναι το ύφος και το ήθος του. Είναι ο σεβασμός προς παραδομένες αρχές και αξίες, αλλά και η δημιουργικότητα, που κρατά τον τόπο ζωντανό, που ενώ σέβεται την παράδοση, υπερβαίνει τη συντηρητικότητά της και προχωρεί μπροστά. Αυτές είναι οι πιο σημαντικές αξίες της Λύσης, που με την καταναγκαστική φυγή από το χωριό ύστερα από την κατοχή, μετακόμισαν κι αυτές μαζί με τους ανθρώπους σε άλλους τόπους, επιβιώνουν ανάμεσα σε άλλες κοινότητες, τις μπολιάζουν κάποτε με το δικό τους ήθος. Είναι όμως τραγικό, αφού ξεριζωμένες από τον τόπο τους, και με τους ανθρώπους που τις μετέφεραν μαζί τους σε άλλους τόπους να φεύγουν ένας ένας, εξασθενίζουν ως πράξη και ως καθημερινή πρακτική και εγκαθίστανται στο χώρο της ιστορίας, της μνήμης και του μύθου. Την 1η αυτού του μήνα, του Οκτώβρη, μαζί με ένα ελληνοκύπριο φίλο, μελετητή της κυπριακής λογοτεχνίας, ο οποίος ήθελε να δει το σπίτι του Παύλου Λιασίδη, και ένα τουρκοκύπριο φίλο ποιητή, που από πέντε χρονών που ήταν το 1974 μεταφέρθηκε από την Πάφο και μεγάλωσε στη Λύση, πήγαμε στο χωριό. Επισκεπτόμενοι τα διάφορα σημεία που αποτελούσαν σημεία αναφοράς για τη Λύση, πήγαμε και στο κοιμητήριο. Μου έκανε εντύπωση που είδα ότι οι ακαταστασία που φαινόταν σε κάποιες φωτογραφίες που είχα δει δεν υπήρχε. Οι ριγμένοι κάτω και σπασμένοι σταυροί απομακρύνθηκαν. Ο χώρος ήταν ασυνήθιστα καθαρός. Και αυτό του προσέδιδε μια απελπιστική τραγικότητα. Υπήρχαν ωστόσο τρία μνημεία που ήταν όρθια στις θέσεις τους και σε καλή κατάσταση, ένας τάφος ενός νέου ανθρώπου, με σταυρό που αναγραφόταν το όνομα, η ηλικία και η ημερομηνίας του θανάτου του, 1961, ένας οικογενειακός τάφος με τα ονόματα αναγραμμένα σε μια όρθια μαρμάρινη πλάκα και αυτό που πραγματικά με συγκίνησε, ένας τάφος σκεπασμένος με μαρμάρινη πλάκα, πάνω στην οποία διαβάζονταν καθαρά τα εξής: Η ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΛΥΣΗΣ / ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΝΤΑΞΙΟΝ ΤΕΚΝΟΝ ΤΗΣ / ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΝ / ΔΥΟ ΓΕΝΕΩΝ, ΚΩΣΤΑΝ ΤΟΜΠΟΛΗΝ,/ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΕΝΕΚΕΝ. Θυμήθηκα τον πατέρα μου, αλλά και τον Παύλο Λιασίδη, να μου μιλούν για το δάσκαλό τους Κώσταν Τομπόλην. «Αυτή είναι η Λύση», είπα στους συνομιλητές μου «μέσα από αυτή την τιμή και το σεβασμό προς το δάσκαλο, μπορείτε να δείτε το ήθος του χωριού». Μετά το κοιμητήριο κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι του Λιασίδη. Το σπίτι δεν υπάρχει, όμως ο Λιασίδης και το έργο του υπάρχουν, όπως υπάρχει και το έργο άλλων δημιουργών, όπως του Γιάγκου Σουρουλλά και της χορωδίας του, του Κωστή Κωστέα και του ΣΥ.ΚΑ.ΛΥ, του Κωσταντή Τομπούλα με τα γλυπτά και τα σχέδιά του, του Σάββα Ξυστούρη με τις λαογραφικές του καταγραφές και τόσων άλλων, που διαχρονικά έχτισαν αυτή την εικόνα που έχουμε σήμερα για τη Λύση. Η δημιουργικότητα αυτή και το ήθος κρατούσαν το χωριό ζωντανό και ενωμένο, κρατούσαν την κοινότητα σε μια ισορροπημένη σχέση, χωρίς οι διαφορές, ιδεολογικές είτε πολιτικές, να φτάνουν σε ακραία διχαστικά επίπεδα. Εκτός βέβαια από τη θλιβερή εκείνη περίοδο του 1974, που μας οδήγησε στην καταστροφή. Οι άνθρωποι είχαν μια στοχαστική θα έλεγα προσέγγιση σε όλα. Το ήθος αυτό καθόριζε τη συμπεριφορά τους, την αντίληψή τους για το δίκαιο και το άδικο, το σωστό και το λάθος και τη στάση τους απέναντί τους. Συνειδητοποίησα πόσα πολλά πράγματα σήμαινε για τους Λυσιώτες η έννοια «ντροπη» όταν ύστερα από τις σπουδές μου επέστεψα το 1982 στην Κύπρο μαζί με τη γυναίκα μου και ζούσαμε στο συνοικισμό της Τσιακκιλερής ανάμεσα σε συγγενείς μου και άλλους χωριανούς. Εκεί άκουγε να μιλούν για διάφορα πράγματα, αναφέροντας συχνά και τη λέξη ‘ντροπή’. «Καταλάμβαίνεις», μου είπε μια μέρα, «ότι με τη λέξη ‘ντροπή’ εκφράζεται ένας ολόκληρος κώδικας κοινωνικής συμπεριφοράς!». Είναι ντροπή να μη δείχνεις σεβασμό απέναντι στους μεγαλύτερους σου, να παίρνεις αυτό που δε σου ανήκει, να μη σέβεσαι τη γυναίκα ή τον άντρα σου, να ενοχλείς το γείτονά σου, να έχεις αντικοινωνική συμπεριφορά, να κλάψεις, να αδικήσεις, να κακολογήσεις, να μην ακολουθείς τον κώδικα της παραδοσιακής συμπεριφοράς. Όλα αυτά τα ξέραμε κι εμείς, μας έλειπε όμως μια ξεκάθαρη διατύπωση του ρόλου που έπαιζε νη έννοια αυτή στην καθημερινή ζωή του χωριού. Αυτό εκλαμβανόταν από τους ξένους, ακόμη και τους κατοίκους των γειτονικών χωριών ως συντηρητισμός. Και όντος, υπήρχε διαδεδομένη η αντίληψη ότι οι Λυσιώτες ήταν άνθρωποι συντηρητικοί. Το έχω γράψει και στο βιβλίο μου για τον Παύλο Λιασίδη, η συντηρητικότητα των Λυσιωτών συνίστατο στο ότι δεν εγκατέλειπαν εύκολα το χωριό τους, δεν αγνοούσαν τα παραδομένα από τους παππούδες και τους πατεράδες τους και δεν δεχόντουσαν εύκολα τις μόδες και τα νέα ήθη που εισέβαλλαν απέξω. Ταυτόχρονα όμως ήτανε πάρα πολύ προοδευτικοί όσον αφορούσε στην εργασία, στις εφευρέσεις και στις μηχανές που την έκαναν πιο παραγωγική. Από τους πρώτους άνοιξαν διατρήσεις και τοποθέτησαν τουρμπίνες, αγόρασαν τρακτέρ και θεριστικές μηχανές. Αλλά και δεν δίσταζαν να αλλάξουν παραδοσιακές καλλιέργειες και να φυτέψουν καινούργιες, πιο παραγωγικές για το κλίμα και το έδαφος της περιοχής. Ούτε και να περάσουν από τη γεωργία στη κτηνοτροφία ή να τα συνδυάσουν και τα δυο για καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό βοήθησε το χωριό να γνωρίσει στα χρόνια πριν από την τουρκική εισβολή, σε σχέση και με όλα τα χωριά της περιοχής, μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη. Αυξήθηκε ο πληθυσμός, χτίστηκε δεύτερο δημοτικό σχολείο, λειτούργησε γυμνάσιο, κτίστηκαν οικήματα των παραδοσιακών σωματείων, συνεργατικό παντοπωλείο, λειτουργούσε κοινοτικό νοσοκομείο, αυξανόταν η εμπορική δραστηριότητα, αλλά και η καλλιτεχνική και η αθλητική, που το ανάδειξε σε κέντρο παγκύπριας εμβέλειας. Δεν είναι τυχαίο που ένα αθλητικό σωματείο της Λύσης, ο ΑΣΙΛ, δημιούργησε το πρώτο στην Κύπρο, αν δεν κάνω λάθος, γήπεδο με χορτάρι και με φωτισμό για νυχτερινούς αγώνες κάνοντας το χωριό κέντρο διεθνούς αθλητικής δραστηριότητας. Η έννοια της κοινότητας ως ενιαίου οργανισμού, υπήρχε έντονη στο χωριό και εκφραζόταν με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν η προσφορά εθελοντικής εργασίας, χάρη στην οποία χτίστηκαν έργα εντυπωσιακά για την εποχή τους, όπως η αξιοθαύμαστη, τόσο για το μέγεθος, όσο και για την ομορφιά της εκκλησία της Παναγίας, που κτίστηκε στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, το νοσοκομείο, που χτίστηκε στην περίοδο του μεσοπολέμου και ανάγκασε τον Άγγλο κυβερνήτη να τοποθετήσει γιατρό για να μπορέσει να λειτουργήσει, οικήματα σωματείων. Αλλά και η ανάπτυξη που είχε το συνεργατικό κίνημα και η επέκτασή του σε διάφορους τομείς, είναι επίσης χαρακτηριστικό για το κοινοτικό πνεύμα που επικρατούσε στο χωριό. Όσον αφορά την πολιτιστική παράδοση, αυτή ήταν ριζωμένη βαθιά και αποτελούσε μέρος της ζωής του χωριού. Λαϊκοί ποιητές, τραγουδιστές, γλύπτες, διακοσμητές ξηρών νεροκολοκυθών, ερασιτέχνες ηθοποιοί. Όλοι αυτοί δημιουργούσαν ένα ιδιόμορφο δημιουργικό κλίμα, που συνεχιζόταν από τη μια γενιά στην άλλη και προετοίμαζε, κατά κάποιο τρόπο, την εμφάνιση δημιουργών που ξεχώρισαν, προβλήθηκαν και πρόβαλαν το χωριό σε όλη την Κύπρο. Αλλά και εδώ, στον τομέα αυτό της παράδοσης και του πολιτισμού, βλέπουμε να συμβαίνει κάτι το πολύ ενδιαφέρον και που καταρρίπτει και αυτό, από μια άποψη, την αντίληψη για τη συντηρητικότητα του χωριού. Η προσήλωση και ο σεβασμός προς την παράδοση συνδυαζόταν και με μια τάση εξέλιξης της παράδοσης και προσαρμογής της στα νέα δεδομένα. Ακόμη ο δάσκαλος της βυζαντινής μουσικής Γιάγκος Σουρουλλάς είχε αντικαταστήσει στο δεξιό ψαλτήρι τον ψάλτη με βυζαντινή χορωδία, που ίδρυσε στις αρχές του 20ου αιώνα, κάτι που επεκτάθηκε αργότερα και σε άλλες εκκλησίες της Κύπρου. Ο ποιητής Παύλος Λιασίδης συνδύαζε το συντηρητικό ήθος σε θέματα ανθρώπινων σχέσεων και συμπεριφοράς με μια τρομερή επαναστατικότητα σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και φαντασίας σχετικά με τον κόσμο του μέλλοντος, εκφράζοντας απεριόριστη πίστη στην επιστήμη, που την έβλεπε να φτάνει ακόμη και στο να κάνει τον άνθρωπο αθάνατο. Το θυμήθηκα αυτό το πάθος και την πίστη του Λιασίδη στην αθανασία μέσω της επιστήμης όταν πριν από λίγες μέρες μιλούσα μ’ ένα Γερμανό συγγραφέα και μου έλεγε ότι ανάμεσα σε άλλα βραβεία που πήρε για το τελευταίο του βιβλίο είναι και ένα ενός ιατρικού συλλόγου, γιατί ένας από τους ήρωές του εκφράζει την πίστη του με παραστατικό τρόπο στη δυνατότητα της επιστήμης να επιτύχει την αθανασία. « Μα αυτό το απέδωσε με πολύ πάθος και πολλή πίστη ένας Κύπριος λαϊκός ποιητής πριν από εξήντα και παραπάνω χρόνια», του είπα και θυμήθηκα τους στίχους του ποιητή:

Αδέρκια που στην κόλασην κρούζετε νύχταν – μέραν Τζι όρομαν κακομάζαροι θωρείτε την μανιέραν, Επάρτε λλίην πομονήν, γεμώστε πίστην, θάρρος Τζι εκόντεψεν πκιον ο τζαιρός ποννά πεθάνει ο χάρος.

Και τους άλλους:

Φαντάζουμε τον άδρωπον στα γρόνια Μαθουσάλαν, Την επιστήμην σαν θεόν, το δίτζιον βασιλέαν…..

Όσον αφορά το ΣΥ.ΚΑ.ΛΥ., αντιμετώπισε το θέμα των παραδοσιακών χωρών μ’ ένα πολύ προοδευτικό για την εποχή του τρόπο. Ο ιδρυτής του Κωστής Κωστέας, αλλά και ο χορογράφος Αριστόδημος Αυξεντίου, αποδεχόμενοι την άποψη πως ότι δεν εξελίσσεται πεθαίνει, είδαν και την παράδοση των χορών και της μουσικής ως κάτι που μπορούσε και ήταν θεμιτό να εξελιχτεί. Έτσι, από τους δύο χορευτές που ήθελε να χορεύουν η παράδοση και από τους αντρικούς και τους γυναικείους να χορεύονται ξεχωριστά, το ΣΥ.ΚΑ.ΛΥ. καθιέρωσε τους ομαδικούς και τους μικτούς χορούς, δημιούργησε καινούργιες χορογραφίες βασισμένες στους ρυθμούς και τους βηματισμούς των παραδοσιακών. Αλλά και στον τομέα της μουσικής, το παραδοσιακό σχήμα με το βιολί, το λαγούτο και την ταμπουτσιά, εμπλουτίστηκε με άλλα όργανα, όπως το ακορντεόν, ο αυλός, το δεύτερο βιολί. Για το σχήμα αυτό γράφτηκαν καινούργια μουσικά κομμάτια, βασισμένα πάντα στους ήχους, τους ρυθμούς και τα χρώματα της παράδοσης. Όλα αυτά έκαναν δυνατή την παρουσίαση των γνωστών χοροδραμάτων, με τα οποία οι κυπριακοί χοροί και η παραδοσιακή μουσική έγινα πιο ελκυστικά και κέρδισαν το κοινό διαγράφοντας ένα νέο κύκλο ζωής. Με όλα αυτά που λέω είναι φανερό πως στη Λύση υπήρχε μια αρκετά πυκνή πολιτιστική ζωή. Παράλληλα με τους δημιουργούς που ανάφερα πιο πάνω υπήρχαν λαϊκοί ποιητές που το έργο τους ταξίδευε από στόμα σε στόμα, χορευτές που έκαναν το χορό πραγματική τέχνη και ο κόσμος μαζευόταν να τους δει όταν χόρευαν στους γάμους, ερασιτέχνες ηθοποιοί που κυριολεκτικά μάγευαν με τις ερμηνείες τους τον κόσμο στις διάφορες θεατρικές παραστάσεις που παρουσιάζονταν συχνά από τα σωματεία του χωριού. Τα σωματεία αυτά λειτουργούσαν ως πραγματικοί πολιτιστικού οργανισμοί, με βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια, διαλέξεις και θεατρικές παραστάσεις. Όλη αυτή τη δραστηριότητα, που αρχίζει από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, είναι καταγραμμένη σε πολλά βιβλία και άλλες αναφορές για τη Λύση. Όλα τούτα κρατούσαν την παράδοση ζωντανή. Το δημιουργικό κλίμα που επικρατούσε ήταν ένα κίνητρο στο να προχωρεί και να αναπτύσσεται αυτή η παράδοση από τη μια γενιά στην άλλη. Εμφανίζονταν νέοι που καταπιάνονταν με τον ένα ή τον άλλο τομέα δημιουργίας, ομάδες νέων ανθρώπων που φιλοδοξούσαν να καταθέσουν τη δική τους συμβολή στην πολιτιστική αυτή συνέχεια του χωριού. Η δημιουργική αυτή ενασχόληση με τον πολιτισμό συνεχιζόταν απρόσκοπτα μέχρι τη φυγή του 1974. Και βλέπουμε ακόμη και σήμερα, σαράντα σχεδόν χρόνια από τότε, η παράδοση αυτή να ζει και να δίνει καρπούς. Πράγμα που δείχνει τη δύναμη και το οργανικό της δέσιμο με τον κόσμο της Λύσης. Μακάρι να μπορέσουμε να επιστρέψουμε και να τη φυτέψουμε ξανά στα χώματα που τη γέννησαν και την έθρεψαν. Και να ανακαλύψουμε ότι όλα αυτά δεν έχουν αλλοιωθεί. Ότι μπορεί να υπάρξει μια νέα αναγέννηση.

Γιώργος Μολέσκης Οκτώβριος 2013

Ομιλία σε εκδήλωση που οργάνωσαν ο Δήμος Λύσης και η Πολιτιστική Κίνηση Αγλαντζιάς, Πολιτιστικό Κέντρο Σκαλί Αγλαντζιάς, Λευκωσία, Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, 2013