ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ, 2001
Σχέδιο: Χρίστος Φουκαράς
Την ποίηση, όπως και την καλή διάθεση,
μπορεί να την αντλήσεις κι απ΄ το ελάχιστο,
σχεδόν από το τίποτε. Και τότε
το τίποτε αυτό θα πάρει υπόσταση
και θ΄ αποκτήσει σώμα όπως στο θαύμα της Κανά.
Πολλά δε θέλει να υπάρξει η ποίηση. Τα γεγονότα
πιο συχνά τη βαραίνουν και την πνίγουν
όπως οι κάθε λογής υπολογισμοί τον έρωτα.
Αλλά όταν υπάρξει είναι μια σκάλα
που ανεβάζει σε τραπέζι με ψωμί
σε κανάτι με κρασί
ή στο κρεβάτι του έρωτα.
Δίνει ακόμη λίγη από τη γεύση της αθανασίας
καθώς η ερωτική πράξη με γυναίκα αγαπημένη
που ρίχνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.
Γυμνό γεννιέται το ποίημα – πιο γυμνό κι από βρέφος
με κλάμα και άναρθρες κραυγές φωνάζει για την ύπαρξή του.
Έτσι γυμνό και απροσάρμοστο
είναι μονάχα μια λάμψη ελευθερίας
ένα στροβίλισμα συγκίνησης
μια υπόσχεση αθανασίας.
Το προσαρμόζουμε στη δεδομένη γλώσσα,
το εντοιχίζουμε στα δεδομένα μέτρα,
το ντύνουμε πολιτική και ιδεολογία,
το κοινωνικοποιούμε…
Μ΄ ένα οπλοστάσιο συμβάσεων προχωρούμε
αφού δεν ξέρουμε άλλο τρόπο
να το κάνουμε να υπάρξει.
Μ΄ αυτά τα δεδομένα, ωστόσο,
η μόνη ελπίδα να υπάρξει στο τέλος το ποίημα
είναι να καταφέρει να προβάλλει
πίσω απ΄ τα ντύματα και τις συμβάσεις
τη γυμνότητά του. Και σαν βρέφος
να στριγγλίζει θαμπωμένο απ΄ τη ζωή.
Ο κάθε ποιητής πρέπει να τραγουδήσει το τραγούδι του
πριν ο θάνατος τον κλείσει μέσα στην κάσα του.
Το κάθε καλάμι στην ακροποταμιά
πρέπει να σφυρίξει με τον άνεμο όσο μπορεί
πριν ο άνεμος το τσακίσει και σωπάσει.
Το κάθε όργανο πρέπει να παίξει τη μουσική του
πριν Ιάπωνας εκατομμυριούχος
το κλείσει σε θησαυροφυλάκιο τράπεζας.
Η σιωπή είναι τρόμος.
Ένα Στραντιβάριους σε θησαυροφυλάκιο
είναι χειρότερο κι από ένα πουλί σε κλουβί,
είναι ένας αδικαίωτος ποιητής μέσα στο φέρετρό του.
Ό, τι πήρε ο καθένας πρέπει να το ανταποδώσει.
Το βιολί να παίξει για χάρη του δασοφύλακα,
για χάρη του ξυλοκόπου, του μαραγκού, του μάστορα
κι ακόμη για κείνη τη ξεχωριστή χάρη που του δόθηκε
ν΄ αγγίζει με τον ήχο του τη μυστική πηγή του κόσμου.
Να τραγουδήσει ο ποιητής και με τους στίχους
την πείνα να χορτάσει της ψυχής του ανθρώπου,
το πρωινό, τον ήλιο, τη βροχή να πολλαπλασιάσει,
ως την άκρη της χαράς τον πόνο να οδηγήσει,
ως την άκρη της ελπίδας την απελπισία.
Με την ανταπόδοση κερδίζεται η δικαίωση,
με το ξόδεμα συσσωρεύεται το κέρδος.
Μόνο το πνεύμα μπορεί να γεννήσει ρόδα αμάραντα
και η τέχνη να πλάσει το τελειωμένο.
Με όλα τα συν και τα πλην της ιστορίας
και της ψυχής του ανθρώπου
διευρύνονται ολοένα οι στίχοι του Ομήρου,
τα μάρμαρα του Μιχαήλ Αγγέλου
και το γκρίζο του Θεοτοκόπουλου.
Μόνο πράγματα ανώφελα από τη μεριά του υλικού κόσμου
μπορούν να παραμένουν τα ίδια και να αλλάζουν
ανάλογα με τη θέση που βρίσκεσαι και το χρόνο,
την αγωνία της ψυχής και την προέκταση του μυαλού
και μονάχα πρόσθεση και πολλαπλασιασμό επιδέχονται.
΄Ολα τα άλλα ξεπέφτουνε συχνά στο πλην
και στη διαίρεση, γίνονται στάδια μεταβατικά
για την κατασκευή του εγκλήματος.
Αν υπάρχει ελπίδα κάτι να σωθεί στο τέλος
είναι η ψυχή κι αυτά τα ανώφελα κατά τα άλλα πράγματα
που είναι το ψωμί της, το νερό της και το μέλι της.
Και ο φωναχτός ανθός της μηλιάς και ο σιωπηλός του σταχυού
μετατρέπουν την ωριμότητά τους σε σώμα και σε πνεύμα.
Τα σοφά και τα τρελά που του συμβαίνουν
σε στίχους τα μετατρέπει ο ποιητής
για να ΄ναι η ποίηση μήλο και σιτάρι και σταφύλι
να ΄ναι ψωμί και κρασί και το θαύμα που τα αυξάνει.
Από όνειρο σε όνειρο διευρύνεται ο κόσμος.
Και χρειάζεται ένα όνειρο βαθύ σα ζωγραφιά και σαν ποίηση
για ν΄ αποκτήσει χρώμα το άχρωμο και νόημα το αμίλητο.
Το φως στους πίνακες του Βαν Γκογκ
είναι τόσο θρεπτικό όσο και το σιτάρι
και το μήλο του Σεζάν είναι σαν το ουσιαστικό
που σημαίνει όλα τα μήλα του κόσμου και κάτι παραπάνω.
Αυτό το κάτι παραπάνω είναι το όνειρο
που μέσα του μπορείς να μπαίνεις και να βγαίνεις
όπως μέσα στη θάλασσα
κι όλο να ανακαλύπτεις το πολύπλευρο
και το ατελεύτητο του κόσμου.
Τρεις χιλιάδες χρόνια κυλάει το ποτάμι του Ηράκλειτου
με την πιο σοφή ρήση των αιώνων
κι όλο θέλουμε να μπούμε μέσα του μια δεύτερη φορά.
Γνωρίζει ο νους κι αμφισβητεί το όνειρο
αφού πολλές φορές όλα συμβαίνουν μέσα του.
Ωστόσο ποτέ δε θα ξανασυναντήσεις μια γυναίκα που ερωτεύτηκες
ακόμη και αν την συναντήσεις
κι ούτε την πόλη που άφησες την ξαναβρίσκεις.
Τα χρόνια δε φεύγουν αδειανά. Είναι τόσο φορτωμένα
που γκρεμίζονται ένα ένα και τσακίζονται
έτσι που δεν μπορείς να επανενώσεις τίποτε.
Μόνο το όνειρο ξαναγυρίζει πίσω τα αγύριστα
κι η ποίηση τα τσακισμένα επανασυναρμολογεί.
Μια μέρα που βρήκε ευκαιρία, μίλησε ο ποιητής στο Θεό:
Κάνε, του λέει, μια καινούρια σφαίρα
και βάλε μέσα της όλο τον κόσμο,
μα προπαντός, βάλε στον ένα πόλο
την απόλυτη φωτιά του έρωτα
που λιώνουν μέσα της τα σώματα
και γίνονται λάβα που διαπλέει τους αιώνες.
Και βάλε στον άλλο πόλο
την απόλυτη παγωνιά της αιωνιότητας
που μέσα της τα σώματα και οι ψυχές
γίνονται μια παγωμένη στήλη μες στο άπειρο.
Και χάρισέ μου αυτή τη σφαίρα
βάλσαμο να γίνει στην αγιάτρευτη πληγή μου.
Όταν θα δω το χάροντα με το γυμνό σπαθί του
καβαλάρη να πηδά πάνω απ΄ το φράκτη
κι ένα φεγγάρι σα δρεπάνι πίσω να τον ακολουθεί
όρθιος μπροστά να βγω στον κήπο.
Τόσες φορές που έλιωσα μες στην πυρά του έρωτα
στην παγωνιά ξανά να λιώσω της αιωνιότητας
και σαν ένα κοντάρι φως
να επιμηκυνθώ στο σύμπαν
στήλη να γίνω μες στο άπειρο.
Τόσο πολύ εγέμισα με άστρα
αφού μεγάλωσα τρώγοντάς τα σαν καραμέλες
που τα κουβαλώ μέσα μου ακόμη και τη μέρα.
Μες στην αυλή μας με τα γέρικα δέντρα,
τους μισοχαλασμένους τοίχους και τους γέροντες
που κάθε μέρα φεύγαν
τ΄ αστέρια ήταν κάθε βράδυ το μόνο καινούριο πράγμα.
Τα τραγούδια της γιαγιάς
καθώς επαναλαμβάνονταν με τ΄ άστρα
ανεβαίνανε κάθε βράδυ στον ουρανό
αναζητώντας το καθένα το δικό του αστέρι.
Το πρωί πέφτανε όλα μέσα μου.
Τώρα που δεν υπάρχει πια
μήτε η αυλή μήτε το σπίτι
και φύγανε οι γέροντες
τα κουβαλώ όλα μέσα μου,
το καθένα με το δικό του αστέρι.
Και κάθε βράδυ,
ύστερα από μια κουραστική μέρα
με κέρδη και ζημιές και μόνιμες απώλειες,
τίποτε δε βρίσκω πιο καινούριο
από τ΄ αστέρια.
Περπατώ και νιώθω να επιμηκύνεται το σώμα μου
σαν τη ρίζα της κάπαρης και να φτάνει τα υπόγεια ρεύματα.
Επιμηκύνεται το όνομά μου και φτάνει ως τις ρίζες της γλώσσας,
πέφτω ολόκληρος μες στη λιωμένη λάβα της ιστορίας
που ποτέ της δεν κρυώνει.
Κάποτε μου φαίνεται πως ήμουν με τους μονομάχους,
κάποτε με τους ριγμένους στην αρένα σκλάβους
όμως ποτέ δεν ήμουν με το αλαλάζον πλήθος στην κερκίδα
κι από τους κυβερνήτες προτιμούσα τους ποιητές.
Η ίδια μέρα γεννούσε τα μεγάλα έργα και τα μεγάλα εγκλήματα
κι όλα μαζί παράλληλα και την ίδια στιγμή
φωνάζουν στους αιώνες από τα χτίσματα του Κολοσσαίου.
Απλωμένη σα ρούχο η ψυχή του ανθρώπου
μαζεύει αλλού το φως κι αλλού το σκοτάδι.
Ένα πανέρι πανσπερμίας η Ιστορία,
με μεγάλες προσθέσεις και μεγάλες αφαιρέσεις προχωρεί.
Αίθουσα μεσαιωνική κάστρου παλαιού,
χώρος ταφής λαϊκών και επισκόπων,
τώρα φιλοξενεί μια συναυλία μουσικής.
Οι τάφοι ανοιχτοί με ό,τι απόμεινε
από τους παλαιούς κατοίκους τους
και σκεπασμένοι με διάφανο γυαλί
που κάθεται απάνω ο κόσμος.
Ήχοι από Μπαχ, σόλο βιολί και έγχορδα
γεμίζουνε όλη την αίθουσα που πάει να πετάξει.
Πολύ δρόμο διάνυσε το ξύλο όσο να γίνει βιολί
και πιο πολύ ο άνθρωπος όσο να φτάσει
ν΄ αναλύει σε τέτοιους ήχους την ψυχή του.
Ήταν ένα θαύμα αυτό που ζούσαμε,
γιατί με τόσους νεκρούς κάτω απ΄ τα πόδια σου
να σε κοιτάζουν από δέκα αιώνες μακριά χωρίς ελπίδα
θα ‘τανε δύσκολο πολύ, δίχως αυτή τη μουσική
να πιστέψεις στην ανάσταση.
Η αλήθεια δεν είναι ευθεία γραμμή, ούτε και το ψέμα,
έχουν και τα δυο ένα κοίλο. Μέσα στο κοίλο της αλήθειας
εισχωρεί το ψέμα και μέσα στο κοίλο του ψέματος
εισχωρεί η αλήθεια και αλληλοεφάπτονται. Έτσι
μέσα στην ομορφιά εισχωρεί η ασχήμια
και μέσα στην ασχήμια η ομορφιά,
όπως στο κέρδος εισχωρεί η ζημιά
και στη ζημιά το κέρδος.
Όλα παίζουν ένα παιχνίδι, ο πιστός και ο άπιστος,
ο νόμος και η παρανομία, ο εγκληματίας
και ο διώκτης του. Έτσι καθώς εφάπτονται διαρκώς
το ένα μέσα στο άλλο λίγο εισχωρεί,
το ένα από το άλλο λίγο χωματίζεται.
Μετά που είδαμε ν’ ανάβουν οι φούρνοι για ανθρώπους
και τις βόμβες να πέφτουν μέσα στο πλήθος
χάσαμε τη γραμμή που ορίζει το συν και το πλην,
το μπροστά και το πίσω.
Κάθε φορά μέσα απ΄ τη λάσπη περιμαζεύουμε τον άγγελο,
τον πλένουμε και τον χάνουμε. Όλο και ψάχνουμε
να βρούμε να ακολουθεί πορεία ανόδου είτε πτώσης,
πόσα κέρδισε στην πάλη με το σατανά και πόσα έχασε,
τι σατανικό πήρε και τι αγγελικό έδωσε
σε τούτο το παιχνίδι των διδύμων.
Το μισό φεγγάρι στον κρύο ουρανό
δείχνει πόσο στενός είναι ο χώρος και ο χρόνος.
Μέσα στο αίμα μας πιο πολύ κυλά η Ανατολή.
Μεσ’ απ’ τη μυρωδιά του γιασεμιού και του πακιστανού
έρχεται ο Νιζαμί και ο Τζελαλουτίν Ρουμί
να σμίξουνε το λόγο του Χριστού και του Μωάμεθ
αναζητώντας δύναμη μες στις αδυναμίες του ανθρώπου,
ένα συν που να αντισταθμίζει στη φθορά του κόσμου.
Αμφισβητώντας το «μπροστά», το «πίσω»,
το «πάνω» και το «κάτω»
τη φωτεινή ουσία της ψυχής
αναζητούν στο «είναι».
Ένα κάποιο συν αναζητά ο ιστορικός
για να χαρακτηρίσει τον αιώνα,
όπως τον Όμηρο και τον Πυθαγόρα,
τον Παρθενώνα και την Πιετά,
το Χριστό και το Σωκράτη.
Το συν που διευρύνει το νόημα των λέξεων
αναζητά ο ποιητής
που χτίζει κόσμο από το τίποτε και βλέπει
πως ένας πάπυρος με μια τραγωδία του Αισχύλου
αξίζει όσο και μια θρησκεία.
Όλα μια παράλληλη πορεία ακολουθούν,
γι΄ αυτό και περιπλέκονται συχνά
κι ο ένας βαδίζει στη γραμμή του άλλου
καθώς γεμίζει, αδειάζει, χάνεται
και πάλι βγαίνει το φεγγάρι.
Κάποτε μου φαίνεται πως είμαι κλέφτης
κι άλλοτε λέω πως είμαι ο ίδιος κατακλεμμένος.
Αγροίκος ήρθα μέσ’ από τη χέρσα γη μου και το δάσος
κι έκλεψα λέξεις και χρώματα
κι έπλασα κόσμο από το τίποτε και σημαία απ΄ το μηδέν.
Μπήκα κλέφτης μες στις συγκινήσεις της ποίησης,
κλέφτης διπλός και τριπλός στον έρωτα.
Ταξίδεψα πολύ και γεύτηκα σπάνιες γεύσεις
ποτών και φαγητών
κι αρώματα κόσμων μακρινών.
Κλέφτης του φεγγαριού, του ήλιου και της θάλασσας,
του πράσινου χόρτου και της άσπρης πέτρας,
της γνώσης κλέφτης σταυρωμένων ποιητών.
Όμως στο τέλος τίποτε δεν πήρα.
Όλα είναι εδώ σε τούτο το ανοιχτό πανέρι των στίχων
ενώ κρυφά κι επίμονα
έρχεται και με κατακλέβει ο χρόνος.
Ο χρόνος είναι δυσανάλογα μικρός απ΄ την επιθυμία.
Σαν αρχικλέφταρος κατηφορίζει πάνω στην κλίση της γης
και χάνεται γρήγορα στον ορίζοντα.
Από τα κέρδη μου τρώει και προχωρεί
σαν ασυνείδητος καταχραστής
καθώς η γη όλο και περιστρέφεται στο σύμπαν.
Είμαι κερί.
Μ΄ άναψε μια στιγμή
το πάθος του έρωτα
που παρεμβλήθηκε στο χρόνο,
με θρέφει και με εξαντλεί
ο άνεμος της ζωής.
Καίγομαι και φωτίζω,
καίγομαι και εξαντλούμαι
καθημερινά
προχωρώντας στο σκοτάδι
που όλο μετατοπίζεται
και δεν εξαντλείται.
Μα πού πηγαίνει αυτή η αύρα;
Πού επενδύεται;
Το καθημερινό τι θα απογίνει;
Και είναι τούτο αρκετό;
Ευτυχώς που οι ήρωες δεν περιμένουνε δικαίωση
από το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα τους
διαφορετικά θα ήταν όλοι τους χαμένοι όπως τους πολιτικούς.
Αυτοί αρκούνται με την απόδοση της πράξης τους μονάχα,
με την απόδοση της μιας στιγμής που απομόνωσαν στο χρόνο,
σαν κάποιος που βγαίνει απ΄ το παιχνίδι
τη στιγμή του μέγιστου κέρδους.
Εμείς που μείναμε να συνεχίσουμε
θα πληρώσουμε και τη ζημιά.
Σπάνια κάποιος άγιασε για το σύνολο της ζωής του,
οι περισσότεροι ήταν για κάποιο μέρος της μονάχα,
για λίγες πράξεις ή και για μια μόνο απόφαση.
Κι ούτε κανένας έγινε ήρωας για όλη του τη ζωή
παρά για κάποιες πράξεις ή και μια μονάχα.
Όλη η άλλη ζωή είναι με τα λάθη και τις αμαρτίες της,
τα συν και τα πλην, τα πάνω και τα κάτω της.
Γι΄ αυτό κανένας μύθος δεν είναι πλήρης
και καμιά μυθοποίηση δεν είναι δίχως ψέμα.
Πρέπει, λοιπόν, το φωτοστέφανο να αφαιρείται
κι από αγίους κι από ήρωες
και να φυλάγεται σε σκοτεινό ντουλάπι.
Να τους φοράμε μόνο όταν μιλούμε
για τη μέρα ή την ώρα που το αξιώθηκαν.
Αναστρέψαμε τη γη και γυρίσαμε τα μέσα έξω,
ενέργειες φυλακισμένες σε πέτρες και σε μέταλλα
ασύλληπτες περιπολούν στο σύμπαν.
Μα ποιος μπορεί να μετρήσει
αν μεγαλώνει η χαρά
κι αν λιγοστεύει ο φόβος του θανάτου.
Όλα έγιναν για την ελευθερία
μα μια μοιραία απόκλιση
εμφυτεύτηκε στο ξεκίνημα
κι όλα προς μια αναπόφευκτη μεταβολή κινούνται.
Πού είναι ο τυχερός ψαράς
που θα πιάσει το χρυσό ψάρι
κι αφού πλουτίσει με την πρώτη επιθυμία
και αποκτήσει δόξα με τη δεύτερη
με την τρίτη να τ΄ απαρνηθεί
και να σώσει τον κόσμο.
Όσο και να δηλητηριάσουμε τον ουρανό
πάντα μένει ένα σύννεφο
που θα φέρει το νέο κατακλυσμό.
Όσο και να εξαντλήσουμε τη γη πάντα μένει
μια φλέβα φωτιάς
για ν΄ ανάψει το καινούριο ηφαίστειο.
Σκάψε σκάψε,
ανατίναξε ανατίναξε
και πάντα μένει ένας υπόγειος βράχος
που θα μετατοπιστεί
για να γίνει ένας καινούργιος σεισμός.
Ακόμη και μέσα στον άνθρωπο
όσο τον στεγνώνεις και τον ευτελίζεις
παραμένει μια φλέβα περηφάνιας
που μπορεί να γίνει ποτάμι
και να ξεπλύνει τον κόσμο.
Παρ΄ όλη την αποτυχία των επαναστάσεων
η ελπίδα βρίσκεται σε μια καινούρια επανάσταση.
Η κάθε επανάσταση έχει το τραγούδι της
που έρχεται πριν απ΄ αυτή σαν προφητεία
μα και πεθαίνει πριν αυτή καλά καλά τελειώσει
είτε πηδά στη θάλασσα και πνίγεται
σαν το ποντίκι έξω απ΄ το καράβι που βουλιάζει.
Με τραγούδια γεννιούνται οι επαναστάσεις
και πεθαίνουνε χωρίς τραγούδια.
Ο τόπος μας είναι μικρός και γύρω η θάλασσα
τα σύνορα του άλλου κόσμου δεν τα βλέπεις.
Οι βροχές κάνουν πως έρχονται και φεύγουν ξαφνικά
και μένουμε στεγνοί και διψασμένοι.
Οι αγέρηδες φυσούνε απ΄ όλες τις διευθύνσεις
μα ποτέ δεν παίρνουμε μια σωστή κατεύθυνση.
Ο τόπος μας είναι μικρός και μας μικραίνει επικίνδυνα.
Ισορροπούμε για λίγο κι ύστερα πέφτουμε και πάλι.
Φοβισμένοι, πιο πολύ κοιτάζουμε πίσω παρά μπροστά
ξεθάβοντας ξεχασμένους αγίους και ήρωες.
Μικραίνει ο τόπος και πληθαίνουν οι ήρωες,
φτωχαίνουν οι ψυχές μας και πληθαίνουν οι άγιοι.
Σε τις μας ωφέλεσαν και τους επικαλούμαστε
αυτούς που έχουνε με όλα πια ξοφλήσει!
Οι ήρωες έγιναν στρατιά και σκοτώνουν τον άνθρωπο μέσα μας,
οι άγιοι έγιναν στρατιά και σκοτώνουν το θεό μέσα μας.
Ελευθερία! Ελευθερία! Από πού να ‘ρθεις να μας λυτρώσεις!