Το ημιτελές Ποιήμα

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑ, 2014

Σχέδιο: Χρίστος Φουκαράς

 

 

ΤΑ ΤΑΜΑΤΑ

Στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα,
στην άκρη του νησιού, που χρόνια τώρα
στέκει περικυκλωμένο από ξένους στρατούς,
έξω απ’ την εκκλησιά, κείτονται
πεταμένα σε σωρό,
σε διάδρομο σκοτεινό και αδιέξοδο,
τα τάματα των πιστών.

 

Χέρια, πόδια, σώματα, κεφάλια
– κέρινα ομοιώματα –
που έδωσαν τη μάχη τους
– ποιος ξέρει αν κέρδισαν ή έχασαν –
και τώρα ξοφλημένα
πετάχτηκαν σε τούτο το σωρό
να διηγούνται σιωπηλά
χιλιάδες ιστορίες πόνου,

να θυμίζουν,
                δίχως ελπίδα,
                               την ελπίδα.

 

Είναι τραγικό να τα κοιτάζεις όλα τούτα
σ’ αυτή την ανοργάνωτη παράσταση
όπου παρελαύνουν τόσα ανθρώπινα δεινά,
να τα διαβάζεις σαν ένα βιβλίο με ιστορίες
ξεφυλλισμένες και ριγμένες
στη φθορά του χρόνου,
σ’ αυτό τον αδιέξοδο και σκοτεινό διάδρομο,

 

καθώς μέσα στην εκκλησία,
κάτω απ’ το φως των λαμπάδων
στέκουνε παραταγμένα γραμμή
τα καινούργια τάματα
– τα καινούργια δεινά –
που εκτόπισαν τα παλιά.

 

Περιμένουνε κι αυτά το θαύμα
κι ανεξάρτητα από την έκβασή του
να πάρουν τη σειρά τους
για το σωρό
στον αδιέξοδο και σκοτεινό διάδρομο.

 

2004 – 2011

Η ΤΥΡΑΝΙΑ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ

Επιμένει το ψέμα και σαν παραγωγικό ζιζάνιο
σκεπάζει και πνίγει τον αγρό της μαργαρίτας.
Καθώς κορυδαλλός λαλεί ο κουλιόμυαλος
και το ανυπεράσπιστο δίκαιο ακούγεται άδικο.
Ατεκμηρίωτους άθλους και κατορθώματα
επικαλείται ο σύγχρονος άπραγος φωνακλάς
κι επινοημένα θαύματα ο εύμαρης ιερωμένος.
Και καθώς επιμένω να αποβάλλω τα άχρηστα
αυτά πολλαπλασιάζονται
σαν τις εννιά κεφαλές της Λερναίας Ύδρας.

 

Έρχονται άνθρωποι κραδαίνοντας
ο καθένας κι από ένα λείψανο σαν σπαθί
και πολεμούν να επιβάλουν τη δική τους αλήθεια.
Όμως τώρα πρέπει να περάσουμε
ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη
με μια μικρή έστω σταγόνα αλήθειας
στις αποσκευές μας
για να βγούμε ζωντανοί στην άλλη μέρα.

 

Μικρή σταγόνα της αλήθειας αμόλυντη
που διατρέχεις κι από την κανονική ροή
κι απ’ την ανάποδη τον ποταμό
και ρόδο που φυτρώνεις κάτω α’ τα ζιζάνια
σ’ εσάς ελπίζω, όπως ο άρρωστος
στη μαγική σταγόνα αθάνατου νερού.

Η ΘΛΙΨΗ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Με πιάνει μια θλίψη στις μεγάλες πόλεις
που κολλά σαν κρύο ρούχο πάνω στην ψυχή μου.
Η θλίψη αυτή παραμονεύει στις πλατείες,
στους κεντρικούς δρόμους και στις αλέες,
εκεί όπου οι ζητιάνοι αγωνίζονται για μια δεκάρα,
δεξιοτέχνες πλανόδιοι μουσικοί δίνουνε συναυλίες
και στέκουνε πάνω στα βάθρα τους
άνθρωποι ντυμένοι και βαμμένοι αγάλματα
ακίνητοι στη ζέστη και στο κρύο.

 

– ένας μοναχικός μουσικός στη Βαρκελώνη
έπαιζε τόσο επιδέξια κι ωραία το παντόνιον,
που θα μπορούσε να παίξει και ως σολίστ
και με τη συμφωνική μας ορχήστρα –.

 

Η θλίψη μου γίνεται μεγαλύτερη το δείλι
όταν κοιτάζω νέους ανθρώπους
– λευκούς, κίτρινους, μαύρους –
να κάθονται ο ένας πλάι στον άλλο
πάνω στα μοναχικά παγκάκια,
να σιωπούν και να κοιτάζουν στο κενό,
είτε μέσα στην ίδια τους τη μοίρα.

 

Πού θα κουρνιάσουν όλοι αυτοί το βράδυ;

 

Να ‘ταν οι άνθρωποι πουλιά
θα γνώριζαν αποδημώντας
πού είναι ο καιρός ζεστός
και πού είναι τα λιβάδια ανθισμένα.

 

Όμως κανένας δε γνωρίζει.
Και η περιστροφή της γης επιταχύνθηκε τόσο πολύ
που θα μας αναμείξει όλους
και θα μας μάθει, όσο κι αν αντιστεκόμαστε,
πως τίποτε δεν είναι οριστικά δικό μας.

 

Μόνο η θλίψη αυτή, που την περιφέρω όλη μέρα
μέσα στις μεγάλες πόλεις είναι όλη δική μου.

 

Και καθώς γυρίζω στο ξενοδοχείο μου το βράδυ
κι η μελωδία μιας μπάντας πλανόδιων μουσικών
συνοδεύει τα μοναχικά μου βήματα,
τότε η πόλη γίνεται πιο ξένη
και νιώθω να κρυώνω!…

 

Μάρτιος 2011

Ο ΛΥΚΟΣ

Συχνά μιλούσα στη μικρή μου κόρη για το λύκο,
ένα πλάσμα δημιουργημένο
από λίγη πραγματικότητα και πολλή φαντασία,
που ερχόταν μέσα από ιστορίες και παραμύθια
για να πάρει τη θέση του στον πραγματικό κόσμο.

 

Ο λύκος μου ετούτος ήταν δυνατός,
φοβερός και τρομερός, και λίγο συμπαθητικός,
λίγο αφελής, με κάποιες ιδιότητες ανθρώπινες,
όπως στα παραμύθια.
Δεν έμοιαζε καθόλου με το λύκο εκείνο
που αλωνίζει τα δάση και τις πεδιάδες
κατασπαράζοντας πρόβατα και άλλα ζώα
και τρομάζοντας με το ουρλιαχτό του τους ανθρώπους.
Ήταν ο δικός μας λύκος.

 

Μια μέρα στο ζωολογικό κήπο
της έδειξα ένα αληθινό λύκο,
που περιφερόταν μέσα στο κλουβί του.
Τον κοίταξε προσεχτικά και είπε
με βαθιά απογοήτευση:
«Αυτός είναι ο λύκος!;»
«Αυτός», της είπα,
νιώθοντας κι εγώ το ίδιο απογοητευμένος.

 

Ένα τέτοιο λύκο,
πώς θα τον βάζαμε ξανά μέσα στο παραμύθι;!

 

Ιανουάριος 2011

Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Ο Ηράκλειτος στάθηκε πάνω από το ποτάμι
και κοίταξε τον εαυτό του στο νερό.
Ύστερα σήκωσε το βλέμμα του στον ήλιο
και σκέφτηκε τις μέρες της ζωής του πέρασαν
κι αυτές που θα ακολουθούσαν…
Καμιά δεν ήταν και δεν θα ’ναι
όμοια με την άλλη, σκέφτηκε.

 

Όταν ξανακοίταξε στο ποτάμι
είδε τον εαυτό του διαφορετικό.

 

Κοίταξε πίσω στα χρόνια που πέρασαν:
είδε τον Προμηθέα καρφωμένο πάνω στο βράχο
και τον αετό του Δία να επανέρχεται
και να του τρώει τα σπλάχνα
κάθε φορά διαφορετικός.
Κοίταξε στο βάθος των ερχομένων ημερών
Και είδε το γιο ενός άλλου θεού πάνω στο σταυρό
και τους σταυρωτές του μέσα στους αιώνες
κάθε φορά διαφορετικούς.

 

Ακουσε πολέμους να ξεσπούν
για δόγματα και για θεούς και για θρησκείες
σάμπως να μην υπήρχε χώρος για όλους.

 

Διάβασε σ’ ένα μελλοντικό φύλλο ιστορίας
το δόγμα για τα τελευταία που έσονται πρότερα,
δικαιώνουν φονιάδες και διαγράφουν αγίους και ήρωες.

 

Μες στη ροή του χρόνου
είδε τον κόσμο ν’ αλλάζει διαρκώς και τίποτε,
μήτε το καλό μήτε το κακό,
ούτε ο πόλεμος, μήτε το φονικό,
ούτε το δίκαιο, μήτε η ελευθερία
να μην είναι ποτέ τα ίδια,

 

Όλα έτσι θα συνεχίσουν, σκέφτηκε,
μέχρι το τέλος. Τίποτε δε θα διδαχτούν οι άνθρωποι.
Βλέπω κιόλας να επιστρατεύουν
καινούργιες δικαιολογίες για το φόνο,
καινούργιες αφορμές για την καταστροφή.

 

Αυτός ο κόσμος που αλλάζει κάθε μέρα
δεν αλλάζει ποτέ….

 

2013

ΤΑ ΑΔΙΑΒΑΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

Περιφέρομαι ανάμεσα στα ράφια της βιβλιοθήκης
και κοιτάζω τα βιβλία: όλος ο κόσμος μαζεμένος
και ριγμένος εδώ κι εκεί, με δίχως σύστημα.
Ανακατωμένα όλα: χώρες, εποχές, θρησκείες,
γλώσσες, άνθρωποι…
Όλα όσα έγιναν μες στους αιώνες
για να υπάρξει αυτή η μέρα,
όλα όσα πέρασαν και στέκει τώρα
μετέωρη αυτή η μέρα.

 

Τα πιο παλιά βιβλία τα έχω όλα σχεδόν διαβάσει,
κοιτάζω μερικές γραμμές, κάποτε μια σελίδα,
και πολλά πράγματα επανέρχονται στη μνήμη μου.

 

Με ενοχλεί, ωστόσο, που δεν μπορώ να επιστρέψω
και να τα διαβάσω όλα αυτά ξανά,
να ξαναδώ τον κόσμο άλλη μια φορά
από μια άλλη θέση, από μια καινούργια γωνιά.

 

Περισσότερο όμως με ενοχλεί που τα τελευταία χρόνια
πλήθυναν και εξακολουθούν να πληθαίνουν
τα αδιάβαστα βιβλία, και που ξέρω
πως δεν θα μπορέσω ποτέ να τα διαβάσω,
πως δεν θα μπορέσω ποτέ να μάθω
τι είναι και πού πάει αυτός ο κόσμος,
τι είναι και πού πάει αυτός ο άνθρωπος.

 

Ιανουάριος 2011