ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ, 1984
Σχέδιο: Νίκος Νικολάου
Στη Μαρία
Ωχ και να ‘ξερα ποιος φέρνει
το κλάμα μες στον ύπνο σου!
Τάχα μέσα στη ζούγκλα τους ξυπνούν
άγρια τα παιχνίδια σου
και ύφος παίρνουν απειλητικό!
Κοιμήσου. Το μικρό λυκόπουλο
που ήρθε να σε πάρει σε δάσος άλλης εποχής,
να σε πάρει στη μάνα του για να σε νανουρίσει,
να σε βυζάξει με το γάλα της
πια δεν υπάρχει… Υπάρχει μόνο
μέσα στο βάθος του κόσμου απ΄ όπου έρχεσαι,
στο βάθος του κόσμου που φέρνεις μέσα σου
και που ποτέ δε θα γνωρίσεις.
Εγώ καλά τον έφραξα τον κόσμο εκείνο,
μέσα του δε θα μπεις ποτέ. Κοιμήσου
και θα δέσω πάνω σε κόκκινη κορδέλα
το λύκο που ήρθε στο δάσος να σε πάρει
και ζαχαρένιο το πρωί θα στον χαρίσω.
Κοιμήσου για να μεγαλώσεις,
να μεγαλώσει μαζί σου και ο κόσμος τούτος
που τόσο έχει μικρύνει.
Αμμόχωστος Βασιλεύουσα
Ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη,
μου λαχαίνει και τώρα να ψηλαφώ
με το αποστασιοποιημένο μου βλέμμα
την πόλη σου μες στην ομίχλη που σιγά σιγά
την πνίγει ως το θάνατο της λησμονιάς.
Μα τι τα θες; Ήμουνα στην πόλη σου
ένας πληβείος. Πολλά έχτισα κτίρια
─ βλέπεις και τώρα τις κορφές τους
απ΄ το γύρισμα της Δερύνειας ─
που καθόλου πια δε μου μιλούνε.
Οι αναμνήσεις μου
μηχανουργεία κι οικοδομές,
νυσταγμένα λεωφορεία και φτωχοί εργάτες
─ Τούρκοι κι Έλληνες ─
να σκληραίνουν την ψυχή τους
κάτω από την εκμετάλλευση.
Οι αναμνήσεις μου
εργολάβοι, χρηματιστές κι ιδιοκτήτες που θησαύριζαν
την πόλη εκδίδοντας
σε ντόπιους εκποιητές και ξένους εραστές.
… Τη θάλασσα, τη θάλασσα
κι αυτή την εξαντλούσαν…
Λες, γιατί να τα θυμάμαι τώρα όλα τούτα.
Μα πώς να μην τα θυμηθώ. Τέτοια που ήταν η πόλη τούτη
τη βλέπω και τώρα, σαν μην έφτανε
το μερτικό της στην καταστροφή,
ν΄ απλώνεται και να με κυνηγά;
Μιλώ, καταλαβαίνεις, για εργολάβους
χρηματιστές κι ιδιοκτήτες
που συνεχίζουνε κι εδώ
αδιάφοροι για το πού θα μας σπρώξουν οι ανέμοι.
Τέτοια που έγινε η πόλη τούτη μας ακολουθεί,
ψηφίζει ακόμα τους παλιούς εκποιητές.
και ονειρεύεται δωσίλογα παιχνίδια είτε στέμματα
με την ψυχολογία την εμπορική της ευκαιρίας.
Και λέω μια τέτοια πόλη
φωτιά να πάρω να την κάψω
τους δίκαιους προστάζοντας να πάρουνε αλλού τα μάτια τους
να λυτρωθούν κι αυτοί, κι εγώ, κι ο τόπος.
14-17 Ιανουαρίου 1983