Η στέρνα των ερώτων

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΩΝ ΕΡΩΤΩΝ, 1987

Σχέδιο: Ανδρέας Χαραλάμπους

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Στάθηκε ξυπόλυτη στην άκρη του νερού,
μικρή παιδούλα,
περιβεβλημένη την αθωότητα
των δώδεκά της χρόνων.
Οι έφηβοι την πείραζαν,
χωρίς να ξέρουν ακόμα το γιατί,
πονώντας την. Κι αυτή χαμογελούσε
της θάλασσας, του ήλιου και της μέρας.

Μεγάλη μπροστά της απλωνότανε η μέρα,
κρατώντας στάλες πρωινής ομίχλης
κι αρώματα της αυγής.
Μεγάλη κι η ζωή απλωνότανε μπροστά της
αρχίζοντας μόλις να μαζεύει
το χνούδι από το σώμα της…

Μα όλα τούτα κράτησαν τόσο λίγο,
όσο που άρχισε να ξεντύνεται . Όσο
που ξεντύθηκε, αποκαλύπτοντας
σώμα ώριμο,
σώμα γυναίκας πλήρες,
σχήμα τέλειο ─ μήτε να προσθέσεις
μήτε ν΄ αφαιρέσεις ─
γυμνό σπαθί μες στη φωτιά,
στήλη νερού πάνω στον ήλιο,
ψυχή αιωρούμενη ανάμεσα στα λουλούδια…

Φωτιά πήρανε όλοι οι πόθοι.
Καίγονται και δεν την αγγίζουν.
Αδιαμφισβήτητη πορεύεται η ουσία.
Γίνεται το κέντρο των πραγμάτων.

Γιατί το σώματα τούτο όλα τα έχει,
γιατί το σώμα τούτο αθάνατο είναι
κι άφθαρτο
στέκει απέναντι στο θάνατο
και με ζωή τον προκαλεί.

ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

Η θάλασσα λουσμένη σε μια πλημμύρα ήλιου
σ΄ ένα καταμεσήμερο που κρατούσε αιώνες
κι εσύ με πόδια γυμνά να τρέχεις
πάνω στους βράχους που απλώνονταν
ως το λεπτό σου φόρεμα να το ξεσκίσουν
σάμπως να μην τους έφτανε που αγγίζανε τα πόδια σου,
πίνοντας στάλες κόκκινες ερωτευμένου αίματος.

Αυτά κερδήθηκαν. Γράφτηκαν
πάνω στη χρυσή πλάκα μιας υποδιαίρεσης ζωής
που δε χάνεται.

Κι όσο περνούν τα βράδια και οι χειμώνες
κι όσο η θάλασσας μετατοπίζεται
κι οι βράχοι ντύνονται παράξενα χρώματα,
παρδαλά κουρέλια, καθώς παραλίες τουριστικές
και δεν τους φτάνει πια η μνήμη,
μένεις εσύ να τρέχεις ανάερα
κι απ΄ το σχισμένο φόρεμά σου να προβάλλει
πόδι γυμνό, καθώς σπαθί στην αιωνιότητα
και τρεις σταγόνες αίμα
να πετούν με τα φτερά των αγγέλων,

ενώ το τραγούδι της γοργόνας επιστρέφει,
σάμπως από φωνόγραφο, στο σύμπαν.