Το σπίτι και ο χρόνος

ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ, 1990

Σχέδιο: Χρίστος Φουκαράς

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

Τώρα πια έχουν αλλάξει τόσα πολλά,
μετατοπίστηκαν τα οπτικά σημεία,
μεταβλήθηκαν οι προοπτικές.
Το σπίτι στέκει ή δε στέκει,
άντεξε τις βροχές του περασμένου χειμώνα ή υποχώρησε;

Σαλεύει σαν κουρτίνα στη μνήμη και διαθλάται
όλη εκείνη η σειρά των γεγονότων:
πότε και ποιος μπήκε και βγήκε,
πότε και με ποια σειρά γεννηθήκαν τα παιδιά,
πότε πέρασε ο θάνατος…

Εκείνο που μένει πάντα και με βασανίζει πιο πολύ
είναι το πόσο δύσκολα μεγάλωναν όλα και όλοι.
Το χειμώνα σφύριζε ο αγέρας μέσα από τις τρύπιες πόρτες και τα παράθυρα,
έμπαινε η βροχή, η αστραπή και η βροντή από τις ίδιες τρύπες.
Τις κλείναμε, πότε με κουρέλια και πότε με χαρτιά.
Έμπαινε και το κρύο και μας πάγωνε τα κόκκαλα προχωρώντας
ως μέσα στον ύπνο μας.

Κάποτε τέτοιες νύχτες γυρίζανε μέσα στο σπίτι
τα κλάματα και οι φωνές σαν τα φαντάσματα.
Το μίσος μας άλλαξε θέση με τον οίκτο:
μάνα-πατέρας, πατέρας-μάνα… Ποιος φταίει;
Με την επίμονη άρνηση του Θεού, την απουσία του.

Τα καλοκαίρια στέγνωνε η γη κι έσχιζε όπως το σώμα μας.
Καίγανε όλα: οι πέτρες κάτω απ΄ τα γυμνά πόδια,
τα δέντρα, το χώμα, το νερό.
Ό, τι πείσμωνε να μεγαλώσει σερνότανε αργά
σαν το φίδι μέσα στο οργωμένο χωράφι.

Ο χρόνος ο ίδιος σερνότανε αργά
και δεν έλεγε να βιαστεί να μεγαλώσουμε,
να δυναμώσουν τα χέρια και τα πόδια μας,
να δυναμώσει η ψυχή μας
και να πάμε στο δρόμο των ονείρων μας.

1990

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

─ Γιατί κλαίς Ελένη;
─ Κρέμασαν τα δώρα μου ψηλά και δεν τα φτάνω.
Το κουνελάκι έφερε τη σκάλα. Μα ήρθε ο κακός και φοβήθηκα.
─ Πώς ήταν ο κακός;
─ Δεν τον είδα. Έκλεισα την πόρτα.

(Διάλογος της Ελένης με τη μάνα της)

Κοιμήσου. Ήρθε η μαύρη πεταλούδα
και μπήκε απ΄ τ΄ ανοιχτό παράθυρο,
άπλωσε τα βελούδινα φτερά της
και σκέπασε όλο τον κόσμο.
Ό, τι θέλει τώρα να υπάρξει
γράφεται με φως χρυσό,
στα ανοιχτά φτερά της…

Κοιμήσου. ΄Όλα τα δώρα είναι δικά σου.
Όσο ψηλά κι αν τα κρεμάσουν θα τα φτάσεις,
μόνο μη φοβάσαι. Είμαστε όλοι μαζί σου.
Να, το κουνελάκι βγαίνει από την τρύπα σου,
ο λύκος έρχεται απ΄ το δάσος του,
η αλεπού κατεβαίνει από το φράχτη της,
ως κι εκείνο το πουλί, η καρακάξα,
που σ΄ ενοχλούσε μες στο στόμα
όταν φυτρώνανε τα δόντια σου
πηδά απ΄ το ξερό κλαδί της κι έρχεται…

Όλα τα δώρα είναι δικά σου.
Μην κλαις. Ανέβα τη σκάλα
κι όταν δεις τον κακό
κλείσε την πόρτα.

1990