Ημιτελες ποιήμα Αιμίλιος Σολωμού

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Γιώργου Μολέσκη, Το ημιτελές ποίημα, εκδ. Μεταίχμιο

 

     Πέρασαν 47 χρόνια από την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Μολέσκη «Όμορφη χώρα». Συμπληρώνεται δηλαδή σήμερα κοντά μισός αιώνας παρουσίας στην ποίηση. Δεν είναι μικρό κατόρθωμα, αν αναλογιστεί κανείς πως αυτή η επιμονή συνετελέσθη μέσα σε αντίξοες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες για την ποίηση και με τη δεδομένη απαξίωση της ευρύτερης κοινωνίας για την ποίηση και γενικότερα τη λογοτεχνία. Έκτοτε, από το 1967 μέχρι σήμερα ο Γιώργος Μολέσκης έχει εκδώσει 14 προσωπικές ποιητικές συλλογές, αν υπολογίσουμε τις δύο συγκεντρωτικές, και έχει τιμηθεί με κρατικά βραβεία ποίησης. Είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της λεγόμενης «Γενιάς του ’74», του οποίου, μάλιστα, οι μετοχές στο χρηματιστήριο της ποίησης ανεβαίνουν τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως καταδεικνύουν οι μεταφράσεις του σε διάφορες γλώσσες. Παρόλα αυτά, διατηρεί ακόμα μιαν εφηβική, σχεδόν παιδική συστολή, από την οποία διαισθάνεται κανείς, αντλεί την ενέργειά του και τη διοχετεύει στη συνεχώς μεταλλασσόμενη ποιητική του δημιουργία.

      Η νέα ποιητική συλλογή Το ημιτελές ποίημα των εκδόσεων Μεταίχμιο αναδεικνύει έναν ποιητικό λόγο μεστό, σαν το παλιό κόκκινο κρασί, όσο ωριμάζει τόσο γίνεται καλύτερο. Η συλλογή αποδεικνύει πως ο δημιουργός συνεχώς αναζητεί νέους δρόμους, πειραματίζεται, δεν επαναπαύεται σε τετριμμένες θεματικές και ρητορικά μέσα. Με τις τελευταίες του συλλογές εμπλουτίζει τη θεματική του και ιδιαίτερα στο ημιτελές ποίημα πάει ακόμα πάρα πέρα. Είναι ενδείξεις ενός γνήσιου και ανήσυχου πνεύματος που αποδεδειγμένα, όπως έχει γραφτεί, διαθέτει μια «κατασταλαγμένη ποιητική και πολιτική ηθική και συνεπή και μετρημένη στάση».

     Εν τέλει, είναι η ανάγκη, που αισθάνεται κάθε ποιητής, ν’ απαλλαγεί από τα όποια δεσμά υφαίνονται γύρω του και να πορευτεί προς την ελευθερία. Είναι η ανάγκη της ερμηνείας και κατανόησης του κόσμου που μας περιβάλλει και ο προσδιορισμός της δικής του θέσης μέσα σ’ αυτόν που αναπόφευκτα οδηγεί στην ενατένιση και το στοχασμό. Σ’ αυτό τον άξονα κυρίως έχει επικεντρωθεί στην τελευταία του συλλογή ο Γιώργος Μολέσκης, περισσότερο και από την προηγούμενη «Μες στη ροή», δηλ. σε υπαρξιακά, φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά ζητήματα και σε ζητήματα ποιητικής. Πάντως, είναι χαρακτηριστικό πως το ερωτικό στοιχείο εδώ μοιάζει να υποχωρεί, ωστόσο δεν εξαφανίζεται. Όχι όμως και η θεματική της κυπριακής τραγωδίας, η οποία εξακολουθεί να τον απασχολεί σε μεγάλο βαθμό ως υπαρξιακή ανάγκη.

    Διακρίνεται, λοιπόν,  μια κυρίαρχη φιλοσοφική στροφή στην ποίησή του. Και είναι αλήθεια πως εδώ καταβυθίζεται μέσα στην άβυσσο της υπαρξιακής αναζήτησης και αναμετράται με κορυφαία ερωτήματα ακόμα και με τους μεγάλους Έλληνες φιλοσόφους. Αν και φαινομενικά, η φιλοσοφία και η ποίηση μοιάζουν να κινούνται σε ολότελα αντίθετες κατευθύνσεις. Ενώ η μια, η φιλοσοφία, λειτουργεί στη βάση της λογικής, η άλλη η ποίηση δηλαδή, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το συναίσθημα. Στη συλλογή «Το ημιτελές ποίημα» η σύζευξη των δύο είναι φυσιολογική και απόλυτα πετυχημένη. Κι αυτό έχει να κάνει με τον αποκρυσταλλωμένο φιλοσοφικό στοχασμό του ποιητή για τα ανθρώπινα πράγματα, απόρροια των κατασταλαγμένων εμπειριών και φυσικά των αναγνωσμάτων του.

    Ασφαλώς, τα εργαλεία του σ’ αυτή την κυρίαρχη θεματολογία δε θα μπορούσαν να είναι άλλα από το συναίσθημα, τη μετωνυμία, τη μεταφορά, τις εικόνες, τη διακειμενικότητα, την αμφισημία, τον υπαινιγμό, πού και πού την πικρή ειρωνεία. Έτσι ο στοχασμός του εξακολουθεί να είναι απόλυτα ποιητικός, η φιλοσοφική ενατένιση δε βαραίνει, γιατί αυτό γίνεται  με όρους απόλυτα ποιητικούς.

     Ο ποιητής συχνά αναρωτιέται για τη ματαιότητα και το αδιέξοδο, και για να θυμηθούμε τον τίτλο που εντάσσεται εν μέρει σ’ αυτή την οπτική, το ημιτελές των ανθρώπινων πραγμάτων, όχι μόνο των ποιημάτων, το εφήμερο και το πεπερασμένο. Ήδη αυτό είναι εμφανές από το πρώτο ποίημα της συλλογής Τα τάματα. Με αφορμή μια επίσκεψη στον Απόστολο Ανδρέα, παρατηρεί πως  τάματα, χέρια, πόδια, σώματα, κεφάλια «τώρα ξοφλημένα/πετάχτηκαν σε τούτο τον σωρό/να διηγούνται σιωπηλά/χιλιάδες ιστορίες πόνου,/να θυμίζουν,/δίχως ελπίδα/την ελπίδα».

Στο ποίημα Ο ανεμοστρόβιλος θα στοχαστεί πάνω σε μια φυσική καταστροφή και θα της δώσει ανθρώπινη διάσταση και προέκταση.

«Τώρα κοιτάζω αυτά τα πεύκα, ξαπλωμένα στη γη/σαν σώματα νεκρών ύστερα από τον πόλεμο,/με τις ρίζες τους έξω απ’ το χώμα/να κοιτάζουν με απόγνωση τον ουρανό»

Μέσα σ’ αυτή τη μεταφυσική «…όλα προχωρούν για να διαλυθούν/μέσα στο φως ετούτο/που κι εμείς θα γίνουμε μια μέρα», θα καταλήξει έπειτα στο ποίημα Το μυστικό αλφάβητο. Καμιά φορά, όπως στο ποίημα Τα αδιάβαστα βιβλία θα σταθεί απορημένος μπροστά στο μεγάλο μυστήριο της ζωής και θα θέσει τα αιώνια ερωτήματα:

«Τι είναι και πού πάει αυτός ο κόσμος/τι είναι και πού πάει αυτός ο άνθρωπος».

     Κεντρική θέση στο φιλοσοφικό του σύμπαν είναι πως τούτος ο κόσμος, επιδερμικά μόνο αλλάζει, στην ουσία όμως όλα εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια κι απαράλλαχτα, οι άνθρωποι και οι θεοί τους, τα λάθη και οι ζωές τους. Και μέσα σ’ αυτή την προβληματική, ο ποιητής θα αναμετρηθεί πολλές φορές με τον Ηράκλειτο όπως στο ποίημα Ο Ηράκλειτος πάνω από το ποτάμι για να πει:

«Μες στη ροή του χρόνου/είδε τον κόσμο ν’ αλλάζει διαρκώς και τίποτε,/ μήτε το καλό μήτε το κακό,/ ούτε ο πόλεμος, μήτε το φονικό,/ούτε το δίκαιο, μήτε η ελευθερία/να μην είναι ποτέ τα ίδια/[…] Αυτός ο κόσμος που αλλάζει κάθε μέρα/δεν αλλάζει ποτέ…»

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ηράκλειτος εμφανίζεται στην ποίηση του Γ. Μολέσκη. Στη συλλογή «Από το ελάχιστο» του 2001 ένα ποίημα έχει πανομοιότυπο τίτλο, Το ποτάμι του Ηράκλειτου.

Στο ποίημα Κύκλος πάλι:

«Ακόμα και οι θεοί που πέθαναν/έρχονται ξανά με καινούργιο πρόσωπο/Και μας βρίσκουν πάντα τους ίδιους,/όσο κι αν είμαστε διαφορετικοί»

Στο Είναι όλα τόσο απλά ο ποιητής είναι εξίσου αφοπλιστικός, καθώς τα πρόσωπα της ιστορίας, τα πρόσωπα της μυθολογίας και της φιλοσοφίας όπως ο Ηράκλειτος και ο Διογένης και ο Χριστός που πέθανε πάνω στο σταυρό, κινούνται μέσα στον ίδιο κύκλο. Γράφει:

«οι χίλιες φανταστικές μορφές του θεού/και όλες οι επαναλήψεις όλων των πραγμάτων/μέσα στους αιώνες».

Είναι «Η ίδια ιστορία», που, «επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά», όπως διατυπώνεται στο ποίημα Κλεψύδρα.

Έτσι και στο Μονόλογο ενός φύλακα αρχαίου θεάτρου θα αποφανθεί με πικρή ειρωνεία:

«Δεν αλλάζει ο κόσμος! Τίποτε δε διδάσκεται/[…] Οι συγγραφείς επαναλαμβάνονται,/οι ηθοποιοί επαναλαμβάνονται,/οι θεατές επαναλαμβάνονται/κι όλοι μαζί, ένα ποτάμι,/κυλούνε μέσα στα κανάλια των αιώνων./Τα ίδια λάθη, η ίδια ύβρις/τα ίδια χειροκροτήματα»

      Είναι αλήθεια πως στη στάση αυτή, ο στοχασμός του ποιητή για τα ανθρώπινα πράγματα, φαίνεται να υπαγορεύεται  λίγο πολύ από μια πεσιμιστική διάθεση που εντείνεται μέσα σ’ όλη τη συλλογή με συχνές λεκτικές αναφορές σε έννοιες όπως ο χρόνος και η φθορά που αυτός επιφέρει, η θλίψη, ο θάνατος, οι νεκροί, η μοναξιά, ο χειμώνας και το φθινόπωρο, η εναλλαγή του φωτός με το σκοτάδι, η νύχτα και ορόσημα όπως τα μεσάνυχτα και το δειλινό. Όλα, λοιπόν, παραμένουν ίδια, οι άνθρωποι δε μαθαίνουν, επαναλαμβάνουν τα λάθη τους. Γενικά, τη συλλογή τη διατρέχει άλλοτε μια υφέρπουσα και άλλοτε μια κυρίαρχη θλίψη και ίσως, από αυτή την άποψη, η συλλογή «Το ημιτελές ποίημα» να δίνει την αίσθηση της πιο μελαγχολικής ίσως και απαισιόδοξης συλλογής του Γ. Μολέσκη.Θυμίζει θα μπορούσαμε να πούμε τη φθινοπωρινή θλίψη. Ενώ ο χειμώνας πλησιάζει, εμείς αναπολούμε το καλοκαίρι που πέρασε.

     Εντούτοις, η διάθεση αυτή μετριάζεται ίσως και να εξουδετερώνεται με την καταφυγή του ποιητή στην ποίησή του και ιδιαίτερα στην ενεργοποίηση της μνήμης που επενεργεί λυτρωτικά. Ο κόσμος αποκτά νόημα και ο ποιητής την παρηγοριά του. Και σ’ αυτό συμβάλλουν τα ποιήματα ποιητικής. Έτσι, στο ποίημα Σαν τον μεταξοσκώληκα

«Κόσμος πολυποίκιλος παρελαύνει/και τα ασύνδετα συνδέονται,/τα ανόητα νοηματίζονται»

και ιδιαίτερα εύστοχα θα μας πει για τη μνήμη που διασώζεται (ή χάνεται;) στο Διαδικασία εξαγνισμού:

«Κατά τα άλλα/ό, τι σωθεί/κι ό, τι ανθίσει/μες στο ποίημα».

Κι αλλού αναφέρεται στο ημιτελές ποίημα, γιατί είναι αλήθεια πως ένα ποίημα δεν έχει τέλος, άλλη μια παρεμφερής προβληματική μέσα στη μεταφυσική θεώρηση της πραγματικότητας. Είναι το ποίημα που έδωσε τον εύστοχο τίτλο της συλλογής. Εδώ, ο ποιητής γράφει χρόνια τώρα το ίδιο ποίημα υπό το ίδιο πρίσμα της φιλοσοφικής ενατένισης ότι όλα επαναλαμβάνονται, όλα είναι ένας κύκλος.

«Αυτό το ίδιο ποίημα που το γράφουν ίσως/και όλοι οι άλλοι ποιητές του κόσμου./Το γράφουν με διαφορετικές λέξεις/διαφορετικές εικόνες, μύθους και ιστορίες,/γι’ αυτό και η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ».

Το ημιτελές επανέρχεται και στο ποίημα Ποδηλάτισσες στη Λευκωσία με το στίχο «Κι ας μείνει το ποίημα ημιτελές».

Εν τέλει, για τον ποιητή, τα ποιήματα είναι όπως τα πουλιά που:

«πετούν πάνω από τα συρματοπλέγματα/και συναντιούνται στον αέρα/ […] περιφέρονται ανάμεσα στα ερείπια/τσιμπολογώντας ξεχασμένους σπόρους/μιας ελπίδας που πέρασε για να επιβιώσουν»,

θα πει στο έξοχο ποίημα Στους Τουρκοκύπριους φίλους μου.

Αυτός ο μετριασμός της θλίψης που επιτυγχάνεται μέσα από την ποίηση, ενισχύεται και μέσα από τη διαδικασία της λυτρωτικής μνήμης που έρχεται και επανέρχεται ως μια προσπάθεια ανασκόπησης του πρότερου βίου του ποιητή. Είναι οι δεκάδες αναφορές σ’ αυτή τη μνήμη (και στο φως) που  διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή και περισώζει παιδικές αναμνήσεις, βιώματα, επώδυνες και ευτυχισμένες στιγμές, όνειρα και εφιάλτες, πρόσωπα που έφυγαν, εικόνες, ζώα μέσα σε κλουβιά, όπως ο γορίλας του Βερολίνου, ο λύκος ή το αδέσποτο σκυλί στη Θεσσαλονίκη, γεύσεις, χρώματα, μουσικές και ενθύμια, άψυχα αντικείμενα που εν τέλει δεν είναι άψυχα αντικείμενα όπως πέτρες, αρχαία όστρακα, κομμάτια σιδήρου ή χαλκού που περιμαζεύτηκαν κυρίως σε ταξίδια, γιατί

«το καθένα είναι μια ιστορία, με την αρχή,/ το τέλος, τη διάρκειά της»,

γράφει στο ποίημα Αυτά τα άψυχα πράγματα. Είναι τελικά ένας διαρκής αγώνας ενάντια στη λήθη, μια άλλη ουσιώδης λειτουργία της ποίησης. Έτσι, εκκινώντας από το ελάχιστο και τη στιγμή, ο ποιητής οδηγείται στο μέγιστο και το συνολικό, ή με άλλους όρους, από το προσωπικό περνά στο οικουμενικό. Αναμνηστικά μικρά αγαλματίδια όπως ο Βούδας, ο Μάο, ο Πούσκιν, ο Λένιν, το Άγαλμα της Ελευθερίας, ο Πύργος του Άιφελ, ο Δίας, ο Όμηρος, ο Αισχύλος, Ο Δον Κιχώτης, ο Χριστός και η Παναγία, ένα πανανθρώπινο σύμπαν, δεν είναι παρά:

«θρησκείες, ιδεολογίες, αιρέσεις,/φιλοσοφίες, επαναστάσεις-/μια πορεία ατέλειωτη μες στο σκοτάδι/για ν’ ανοιχτεί ένας δρόμος από φως», θα τονίσει ο ποιητής στο ποίημα Ενθύμια.

Και βέβαια, μέσα στη γενικότερη μεταφυσική προοπτική, εντάσσεται στην ποιητική θεματική του Γ. Μολέσκη και η κοινωνιολογική παρατήρηση, μια αγωνία και ανησυχία σ’ ένα βαθμό οικολογική. Και είναι μια παράμετρος που διαφοροποιεί, έχουμε πάλι την αίσθηση, αυτή τη συλλογή από τις προηγούμενες. Είναι η καταιγιστική αναφορά στη φύση, σχεδόν σε κάθε ποίημα και μάλιστα με μια διάθεση παράθεσης ή και αντιπαράθεσης απέναντι στο αστικό τοπίο και την πόλη.

   Δεκάδες αναφορές στη φύση και σε φυσικά φαινόμενα (π.χ. ανεμοστρόβιλος, τυφώνες, σεισμοί, χιόνια, βροχή) μια ολόκληρη αλυσίδα ζώων: λύκος, γορίλας, σκύλος, μεταξοσκώληκας, χελιδόνια, κορυδαλλός, περιστέρια, σμήνη αποδημητικών πουλιών. Αλλά και χλωρίδα: παρθένο ή χιονισμένο δάσος, πεύκα, ελιά, λουλούδια, στάχυα. Και τοπία: βουνά, λιβάδια, κάμπος, θάλασσα, ωκεανός, ηφαίστεια, νερά, ποτάμι, ήλιος, φεγγάρι.

      Είναι, λοιπόν, από τη μια αυτή η ηρεμία, η ομορφιά. Και από την άλλη είναι η πόλη, ζοφερή και καταθλιπτική, σ’ ένα χειμωνιάτικο τοπίο, με τα αιχμάλωτα ζώα στους ζωολογικούς κήπους, που ωστόσο αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες όπως η θλίψη, η μοναξιά, η δυστυχία, η αναπόληση της πρότερης ευτυχισμένης, ελεύθερης ζωής στη φύση. Και οι άνθρωποι, επίσης τυραννισμένοι από τη θλίψη και τη μοναξιά τους, τη ρουτίνα και το άγχος, ξένοι μέσα στην ίδια τους την πόλη.

«Να ’ταν οι άνθρωποι πουλιά/θα γνώριζαν αποδημώντας/πού είναι ο καιρός ζεστός/και πού είναι τα λιβάδια ανθισμένα»,

διαλογίζεται ο ποιητής στο ποίημα Η θλίψη στις μεγάλες πόλεις. Κι αλλού, στο ποίημα σε Κάθε πόλη πάλι η θλίψη και η αίσθηση του κενού, η ματαιότητα καθώς:

«Σε κάθε πόλη υπάρχει μια αγάπη που έφυγε/ένας έρωτας που εξατμίστηκε, ένας φίλος/που χάθηκε και δεν απάντησε το τηλέφωνό του/ένας δρόμος με σβησμένο τ’ όνομά του».

Στο Χιονισμένο πρωινό σε ξένη πόλη: «υπάλληλοι [που] τρέχουν βιαστικοί/για να κρυφτούν μες στα ζεστά γραφεία τους,/[…] κι οι άστεγοι ακουμπισμένοι πάνω στους τοίχους/των γκρίζων κτιρίων/προσπαθούν να ζεσταθούν/μαζί με τα πιστά σκυλιά τους».

Στο ποίημα Ποδηλάτισσες στη Λευκωσία, η πόλη είναι «κουρασμένη από τη ρουτίνα/αγχωμένη και βιαστική/που όλο σκαλώνει στις ουρές των μηχανών».

    Τέλος, σημαντικός θεματικός άξονας της συλλογής είναι αυτός της κυπριακής τραγωδίας. Είναι αυτός που απασχόλησε επίμονα τον ποιητή σχεδόν σ’ όλη την ποιητική του διαδρομή. Και έτσι παραμένει συνεπής σ’ αυτή την αποστολή του, ως ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της «Γενιάς του ’74». Γίνεται αναφορά στις συνέπειες της εισβολής, σε πρόσφυγες και σε προσφυγικούς συνοικισμούς, στην επιστροφή στη γενέθλια γη και στο πατρικό σπίτι μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων π.χ. στα ποιήματα Οι πεθαμένοι μου πρόγονοι και Ήταν πολύ ευγενικοί. Το ανθρωπιστικό δράμα των αγνοουμένων, των νεκρών, των αποσιωπημένων πτυχών της σύγχρονης ιστορίας μας θα αναδειχθούν στο ποίημα Μέσα στο πηγάδι, το οποίο συνομιλεί γόνιμα με το εμβληματικό ποίημα του Χρίστου Χατζήπαπα Τα πηγάδια της ιστορίας μας.

«Τόσα χρόνια μέσα στο πηγάδι/κι ούτε μια χούφτα νερό να τους δροσίζει/ούτε ένα δάκρυ πόνου να τους ράνει/[…] τόσα χρόνια τώρα/να χρεώνουν τους ζωντανούς,/να χρεώνουν τον τόπο/και να χρεοκοπούμε όλοι μας».

Αναφέρεται ακόμα στον Δώρο Λοΐζου, στην ανάγκη για ειρήνη και συμφιλίωση.

    Εξαιρετικά ενδιαφέρων αποδεικνύεται ο διακειμενικός διάλογος με άλλους ποιητές είτε Κύπριους όπως παλαιότερα με τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη και με τον Χρίστο Χατζήπαπα σ’ αυτή τη συλλογή καθώς και με Ελλαδίτες (Τόλης Νικηφόρου, Καβάφης, Εμπειρίκος). Αλλά και με απηχήσεις ή και απλές αναφορές σε άλλους ποιητές και πεζογράφους όπως ο Πούσκιν, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ, ο Τζόις και ο Ντοστογιέφσκι. Ιδιαίτερη πτυχή αυτού του διακειμενικού διαλόγου, αποτελεί η συνομιλία με ποιήματα προηγούμενων συλλογών του. Έτσι, θα τον απασχολήσουν ίδια θέματα και πρόσωπα όπως ο Ηράκλειτος, ο Δώρος Λοΐζου, το θέμα των πουλιών ή το πατρικό σπίτι. Συχνά στην ποίησή του παρόντα είναι ιστορικά και μυθολογικά πρόσωπα, αλλά και αντιθετικά σχήματα, όπως το φως και το σκοτάδι, η ζωή και ο θάνατος, η φύση και η πόλη. Ακόμα, η αυτοαναφορικότητα και η τάση σε ορισμένα ποιήματα για μια ηθελημένη πεζότητα που σκοπό έχει να αφηγηθεί κάποιο περιστατικό με βαρύνουσα σημασία, να ανασυνθέσει τη μνήμη, να στοχαστεί πάνω στα πράγματα. Κάποιες φορές θα προτάξει το γεγονός ή την εικόνα για να καταλήξει σε μια γενικότερη φιλοσοφική θεώρηση. Σε ορισμένα ποιήματα πάλι θα συναντήσουμε τολμηρές μεταφορές, μια υπερρεαλιστική ποιητική οπτική. Σε καμιά όμως περίπτωση η ποίηση του Γ. Μολέσκη δε γίνεται σκοτεινή, ερμητικά κλειστή και δυσνόητη. Εύκολα διακρίνει κανείς, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο, την καθαρή γραμμή και τη διαύγεια της σκέψης του. Και είναι εμφανής η διαρκής κίνηση που χαρακτηρίζει τη μεγάλη ποίηση, η συνεχής κίνηση από μέσα, από την ψυχή, προς τα έξω, προς τον κόσμο και την ίδια ώρα αντίστροφα, από έξω προς τα μέσα. Έτσι το έθεσε πρόσφατα σε μια συνέντευξή του ο Τίτος Πατρίκιος.

    Όσο μετρημένος ως άνθρωπος είναι ο Γ. Μολέσκης άλλο τόσο χαμηλόφωνη είναι η ποίησή του που με εμμονή παραμένει μακριά από τον πομπώδη λόγο, τις μεγαλοστομίες και τα πολλά φτιασιδώματα. Είναι έτσι απόλυτη η ταύτιση έργων και λόγων. Η απλή απέριττη γλώσσα που συχνά προσεγγίζει τον προφορικό λόγο προσθέτει στη γοητεία της ποίησής του και εξυπηρετεί πέρα από το προσωπικό ποιητικό του ύφος και τον εσωτερικό ποιητικό ρυθμό.

     Μέσα σ’ αυτή τη σημερινή ζοφερή κατάσταση, τη γενικότερη κοινωνική κατάπτωση, την πολιτική αλητεία και τον αμοραλισμό, είναι παραπάνω από αναγκαία μια τέτοια καθαρή ποιητική ματιά και συνείδηση που υπαγορεύεται από προσωπική ανάγκη αλλά προπάντων από το καθήκον για τον τόπο, το λαό και γενικά τον άνθρωπο. Γιατί η ποίηση είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, και μάθημα ηθικής (Πολ Ελυάρ).

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εποχή», τεύχος 321, φθινόπωρο 2014