Κάθε Ιούλιο επιστρέφω Γιώργος Φράγκος

Γιώργος Μολέσκης: «Κάθε Ιούλιο επιστρέφω», εκδόσεις Βακχικόν, 2019.

Στα ίδια στέρεα αυτοβιογραφικά θεμέλια στηρίζεται και το νέο πεζογραφικό βιβλίο του καταξιωμένου λογοτέχνη μας Γιώργου Μολέσκη, όπως και το προηγούμενο βιβλίο: «Όταν ο ήλιος μπήκε στο δωμάτιο», 2018, που ήταν συλλογή διηγημάτων, και παρουσιάστηκε από αυτή τη στήλη στις 19 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς.

Το νέο, υπό παρουσίαση, βιβλίο, φέρει τίτλο: «Κάθε Ιούλιο επιστρέφω» και πρόκειται για ένα σύνθετο αφήγημα όπου απαντώνται τα πλείστα ειδολογικά χαρακτηριστικά ενός εκτενούς διηγήματος ή μίας νουβέλας στις παρυφές του μυθιστορήματος. Αφού κάλλιστα, το όλο αφήγημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως τέτοιο. Στο νέο βιβλίο του Γ.Μ. το φιλοσοφικό υπόβαθρο πλαισιώνεται από ένα εξίσου ισχυρό υποδομικό υλικό, που είναι η πολιτική ανάλυση. Αφού το νέο αφήγημα πραγματεύεται τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία από το 1974 και εντεύθεν.

Η ιστορική καταγραφή και ανάλυση τεκμηριώνονται μέσα από την αφήγηση του συγγραφέα, ο οποίος ανακαλεί από την παρακαταθήκη των προσωπικών του βιωμάτων, διάσπαρτα και ανάμικτα, παιδικές, εφηβικές, νεανικές, στρατιωτικές αλλά και φοιτητικές μνήμες.

Αφορμή για τη συγγραφή του όλου αφηγήματος υπήρξε το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 και η πρώτη επίσκεψη του συγγραφέα στη γενέτειρα του Λύση, ύστερα από 29 χρόνια. Μια επίσκεψη που ξυπνά μνήμες, συναισθήματα, σκέψεις, προβληματισμούς και αναθερμαίνει τη στάση ζωής του Γ.Μ. έναντι του Κυπριακού και έναντι όλων όσων το συνθέτουν. Μια στάση δημιουργικής υπερβατικότητας, με στόχο την ευημερία και την ειρήνη, με στόχο την επανένωση του τόπου και του λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Ωστόσο, κατά την άποψη μου, η βαθύτερη αιτία για να γραφτεί αυτό το βιβλίο ήταν η ανάγκη του συγγραφέα να αναμετρηθεί με τον εαυτό του, με τα βιώματα του και τα αμείλιχτα, πλην συχνά αναπάντητα, ερωτήματα που θέτει καθημερινά ενώπιον μας η σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας. Και από αυτή την αναμέτρηση – διαβάζοντας απνευστί το βιβλίο των 169 σελίδων – αποκόμισα την ακλόνητη πεποίθηση ότι βγαίνουν κερδισμένες, τόσο η σύγχρονη ιστορία, όσο και η σύγχρονη λογοτεχνία του τόπου μας.

Συνεκτικός κρίκος όλου του βιβλίου είναι ο τόπος, ο κάθε ξεχωριστός τόπος του νησιού μας – και οι μνήμες που διεγείρει το αντίκρισμα αυτού του τόπου. Αυτό ισχύει με τον ίδιο συναισθηματικό συγκλονισμό, με την ίδια ψυχική συντριβή, είτε μιλάμε για τα στενά της κοινότητας Λύση, είτε μιλάμε για τα φυλάκια της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή της παλιάς ηλεκτρικής, είτε για τις μάχες που δεν δόθηκαν – ενώ θα έπρεπε – στις παρυφές του Βαρωσιού, είτε για την περιοχή γύρω από τον κόμβο του «Όχι», είτε για τον Άγιο Δομέτιο και τον ιππόδρομό του.

Όλα τα γεγονότα που περιγράφει ο συγγραφέας την κρίσιμη περίοδο του 1974, όπου κι αν συμβαίνουν, με τον ίδιο αυτόπτη μάρτυρα ή πρωταγωνιστή, είναι ιδωμένα εις διπλούν. Και εννοώ ότι είναι ιδωμένα από το βάθος του τότε που είχαν επισυμβεί, αλλά είναι ιδωμένα και από το ύψος του σήμερα, που επιτρέπει νηφάλιες αξιολογικές, κριτικές προσεγγίσεις, που παρέχει την ευχέρεια για βαθιές ειλικρινείς και έντιμες αναλύσεις. Κάτι που ο συγγραφέας αξιοποιεί με απόλυτη επάρκεια και πλήρη δεξιότητα.

Οι συγκλονιστικά σπαραχτικές στιγμές του βιβλίου, στις οποίες θα ήθελα να σταθώ, είναι πολλές. Σταχυολογώ μερικές από αυτές. Ξεκινώ από την εικόνα από την οποία αρχίζει και με την οποία τελειώνει το βιβλίο. Ο «Μίσια», ο σκύλος του συγγραφέα, κάθε 15 του Ιούλη στις 8.20 το πρωί ακριβώς «…όρθιος, με τεντωμένα το σώμα και τα πόδια του, με ανασηκωμένα την ουρά και το κεφάλι του, στραμμένος προς την κατεύθυνση απ’ όπου έρχεται ο ήχος, αναπαράγει με ακρίβεια ρυθμού και έντασης το ανατριχιαστικό βουητό των σειρήνων». (σελ. 9)

Το ίδιο καίριες και εκφραστικές βρίσκω τις περιγραφές του συγγραφέα για το πατρικό του σπίτι, για τις αλάνες και τα χωράφια όπου έπαιζε μικρός, την υποδοχή που έτυχε από τις Τουρκοκύπριες που διέμεναν απέναντι από το σπίτι του, τη συνάντηση του με τον φίλο του ποιητή Δώρο Λοΐζου την παραμονή της δολοφονίας του και άλλες πολλές.

Με εκφραστική λιτότητα αλλά και ακρίβεια ο Γ.Μ. αναφέρεται στις στιγμές της ετοιμασίας του για επανακατάταξη στην Εθνική Φρουρά, αμέσως μετά την κήρυξη γενικής επιστράτευσης στις 20 Ιουλίου 1974: «Η μητέρα μου έβαλε μέσα σε μια τσάντα ψωμί, ελιές, χαλούμι κι ένα πλαστικό παγούρι με νερό. Ο πατέρας μου φώναζε ανάστατος και καταριόταν τους υπαίτιους του κακού που βρήκε τον τόπο…». (σελ. 81)

Ιδιαίτερη σημειολογική αλλά και ουσιαστική αξία έχει η περιγραφή για την αλτρουιστική συμπεριφορά που επέδειξε η ιερόδουλη Ελευθερία, τις ημέρες του πολέμου, απέναντι στους στρατιώτες, έφεδρους και κληρωτούς, που υπηρετούσαν στα φυλάκια γύρω από την περιοχή των κακόφημων σπιτιών. Τούς στηρίζει και με τα λόγια και με τις πράξεις της, μεριμνώντας γι’ αυτούς σαν μάνα: «Εφύαν οι καθαρές γεναίτζιες, εγιώ γιατί να φύω; Για να σώσω το βρωμισμένο μου τομάρι; Δαμέ θα μείνω. Ο,τι πάθετε εσείς, θα πάθω τζι εγιώ». (σελ. 134)

Ιδιαίτερα εκφραστική, ευαίσθητη, λειτουργική αλλά και συγκινητική βρίσκω την ενσωμάτωση περίπου 12 ποιημάτων του Γ.Μ. στο όλο πεζογραφικό κείμενο. Τα ποιήματα αυτά, που παρατίθενται διάσπαρτα στο βιβλίο είτε εξολοκλήρου, είτε αποσπασματικά, είναι παρμένα από 7 διαφορετικές ποιητικές συλλογές, γραμμένες μεταξύ 1972 και 2014. Είχα διαβάσει τα ποιήματα αυτά ξανά, από τα αντίστοιχα βιβλία. Τώρα, ενσωματωμένα σ’ αυτό το εκτενές αφήγημα, έχουν προσλάβει άλλη διάσταση και άλλη υπόσταση. Θαρρώ πως η βαρύτητα και η αξία τους έχουν μεγεθυνθεί περαιτέρω.

Γιώργος Φράγκος

www.philenews.com