Κάθε Ιούλιο επιστρέφω

Μυρτώ Αζίνα

Γιώργου Μολέσκη: Κάθε Ιούλιο Επιστρέφω

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας!

Στα επόμενα 10 λεπτά, θα προσπαθήσω να σάς πείσω να αποκτήσετε αυτό το βιβλίο, ως ένα ακόμη εργαλείο στην εργαλειοθήκη της μνήμης.

Ένα πολύτιμο λογοτεχνικό έργο που ξυπνά μνήμες, που όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας αποτελεί ένα τραπέζι: « Η μνήμη είναι ένα στρωμένο τραπέζι για όσους αγαπήσαμε…»

Σ αυτό το τραπέζι θα δειπνήσουμε απόψε με εδέσματα από την αγάπη των γονέων και των παππούδων του Γιώργου Μολέσκη, στα πρώτα παιδικά του χρόνια στο χωριό του, τη Λύση.

Κι έπειτα θα συνεχίσουμε ανηφορίζοντας με τους θρύλους του χωριού, την απαρχή της ΕΟΚΑ, τα εφηβικά και φοιτητικά χρόνια  του ώσπου να καταλήξουμε στο άγονο τοπίο ενός περίεργου-ατελούς «γυρισμού» σε ένα άγνωστο, και συνάμα γνώριμο χωριό, σε μια άλλη Λύση.

«Κάθε Ιούλιο επιστρέφω».

Αρχή από τον τίτλο: Αν το βιβλίο έπεφτε στα χέρια οπουδήποτε πολίτη του κόσμου, νομίζω πως θα παρέπεμπε συνειρμικά στην επιστροφή του πρωταγωνιστή /πρωταγωνίστριας σε ένα ειδυλλιακό  μέρος κάποιο καλοκαίρι.

Για κάθε Κύπριο όμως, ο Ιούλης δίνει μια τσιμπιά ,μάς υποψιάζει για το τι θα ακολουθήσει.

Η πρόθεση του συγγραφέα να μιλήσει για τον συγκεκριμένο Ιούλη της καταστροφής τού τόπου, δηλώνεται ήδη από την πρώτη σελίδα.

Στέκομαι μπροστά στο βιβλίο με αμφιθυμία. Από τον καιρό που γράφω και η ίδια, από τον καιρό που διαβάζω Κυπριακή Λογοτεχνία, το τραύμα της Κύπρου είναι «πανταχού παρόν και τα πάντα πληρόν» και σκέφτομαι ότι μέσα από το βιβλίο θα βιώσω και πάλιν τον πόνο της ανημποριάς και του αμετάκλητου.

Κι όσο κι αν μάς βαρέθηκαν, κι όσο κι αν μάς κατηγορούν οι άλλοι, αυτή θα είναι πάντα η ειδοποιός διαφορά μας από τον υπόλοιπο Ελληνισμό.

Το βιβλίο όμως αυτό, δεν είναι μια ελεγεία. Γεννήθηκε μέσα σε μια εποχή που πολλοί αξιόλογοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με το τραύμα, όπως ο Κώστας Λυμπουρής, ο Χρίστος Χατζήπαπας και νεότεροι, όπως ο Γιώργος Κυθρεώτης, η Νένα Φιλούση, η Κωνσταντία, Σωτηρίου, ο Στέφανος Σταυρίδης και ο Γιώργος Τριλλίδης και διεκδικεί τη διαφορετικότητά του.

Έχει μια δική του τεχνική διακίνησης στο χωροχρόνο, εγκυτιώνει άλλες παράλληλες ιστορίες, παραθέτει δικά του ποιήματα που γράφτηκαν σε άλλες εποχές με αφορμή τα γεγονότα, εμπεριέχει φιλοσοφικές αναζητήσεις και τοποθετήσεις και ταυτόχρονα δεν παρεκκλίνει από την τέχνη της μυθοπλασίας.

Το βιβλίο αρχίζει με τον ήχο των σειρήνων στις 15 του Ιούλη στη Λευκωσία του σήμερα.

Κάνει βουτιά στη διάνοιξη των οδοφραγμάτων το 2003, που βρίσκει τον συγγραφέα στην Ινδία με τη σύζυγο του  και συνεχίζεται με την απόφαση να επισκεφτεί την κατεχόμενη Λύση.

Ο γυρισμός του εκεί θυμίζει Γιώργο Σεφέρη:

«σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.»

Και ο ΓΜ:

« Όλα έμοιαζαν τα ίδια, όμως  δεν ήταν.

Είχαν χάσει κάτι από το χρώμα και τη ζωντάνια τους, ακόμα κι από τα μεγέθη τους».

Από εκεί και πέρα, ο συγγραφέας γίνεται  σεναριογράφος, σκηνοθέτης και εικονολήπτης .

Η τεχνική του έχει τα στοιχεία της φυσικότητας και της απλότητας. Γίνεται ανατρεπτικός παραμένοντας όμως ταυτόχρονα λιτός και κλασικός, σχεδόν δωρικός.

Το έργο θυμίζει την ταινία «Inception” του σκηνοθέτη Christopher Nolan όπου ο πρωταγωνιστής μπαίνει μέσα στα όνειρα κι έπειτα μέσα σε όνειρα που υποβόσκουν μέσα σε όνειρα, ψάχνοντας μια μορφή συνειδητότητας. Έτσι μπαίνει και συγγραφέας μέσα στα γεγονότα που προκαλούν την ανάκληση άλλων γεγονότων μέχρι να βρεθεί ο πυρήνας – λύση του προβλήματος. Ο Γ.Μ. ψάχνει μέσα από το ταξίδι του ένα σταθερό σημείο.

Το βιβλίο δεν έχει κεφάλαια. Αποτελεί μια ρέουσα οντότητα που προκαλεί πολλά συναισθήματα. Βιώνει κάποιος μαζί του θυμό, απελπισία, θλίψη, ελπίδα.

Περιγράφεται, παρά τη συντομία της σκηνής, πολύ συγκλονιστικά, μέσα από την ιστορία των Αρμενίων παππούδων της γυναίκας του Γ.Μ. το μέγεθος του πόνου της προσφυγιάς με τη διάρρηξη της Οικογενειακής μονάδας, του πυρήνα και των δεσμών της οικογένειας.

Αυτό τον πικρό δρόμο θα ακολουθήσουν και ο συγγραφέας και η οικογένεια του. Μέχρι το δράμα να κορυφωθεί με την εκτέλεση του συστρατιώτη του στο φυλάκιο της πρώτης γραμμής.

Ο Γιώτης μόλις έγινε πατέρας. Σκηνή από αρχαία τραγωδία η στιγμή που οι δικοί του, μάνα, πατέρας, αδερφή και η γυναίκα του με το βρέφος έρχονται στο χαράκωμα να δουν πού χάθηκε ο γιός τους.

Πολλές συγκλονιστικές στιγμές εκτυλίσσονται στο έργο. Η θυσία του Αυξεντίου, η δολοφονία του Δώρου Λοίζου, αλλά κι άλλες πιο απλές – καθημερινές. Ο θάνατος του παππού, ο ξυλοδαρμός ενός σκύλου μέχρι θανάτου, η αυτοθυσία δυο ιερόδουλων που παίρνουν με κίνδυνο της ζωής τους φαγητό στους στρατιώτες της πρώτης γραμμής.

Το βιβλίο σε ταξιδεύει και σε καθηλώνει.

Και εδώ δυο λόγια για τη γλώσσα:

Ο λόγος του συγγραφέα δεν είναι προφορικός. Δεν έχει την επίπλαστη, εργαστηριακά φτιαγμένη  προφορικότητα που μάς σερβίρεται τελευταία. Δεν είναι όμως ούτε περίτεχνα επιτηδευμένος και ψεύτικος.

Είναι, ας μού επιτραπεί ο όρος, απλά λόγιος (όχι απλώς λόγιος) αντικατοπτρίζοντας το μορφωτικό επίπεδο του δημιουργού. Ο λόγος του βιβλίου φέρει το στίγμα του συγγραφέα – είναι ο ίδιος ο συγγραφέας.

Η πρακτική αυτή συμβάλλει στην αυθεντικότητα του έργου, σχεδόν ταυτοποιεί τον συγγραφέα με το υποκείμενο της διήγησης και η μέθεξη στο έργο είναι ολοκληρωτική.

Εξαιρετική και η χρήση της ντοπιολαλιάς από τα άτομα που κινούνται στη σκηνή, μιας καθημερινής διαλέκτου που δεν χρειάζεται καν μεταφορά στην κοινήν Ελληνική και που επισφραγίζει την αυθεντικότητα του κάθε χαρακτήρα, που προανέφερα.

Θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο για να μιλήσω για τις σκηνές σταθμούς στο βιβλίο: Για κάποιον  κρυπτο – χουντικό που σώζει  τη ζωή του συγγραφέα κατά το πραξικόπημα. Για τον Τούρκο που επιβεβαιώνει τη σκηνή στο οδόφραγμα και που θα βρεθεί να παίζει εικονικά σκάκι με το συγγραφέα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν έχω χρόνο.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να σάς αφήσω με ένα ερώτημα: Είναι  λοιπόν το βιβλίο αυτό, το  μέγιστο επίτευγμα – το Magnum Opus, του συγγραφέα μέχρι σήμερα;

Την απάντηση θα τη δώσει ο χρόνος. Εγώ νομίζω όμως πως βρήκα τον πυρήνα, αφού ταξίδεψα στο λαβύρινθο του παρελθόντος του Γιώργου Μολέσκη και ψηλάφησα μέσα από τα γραπτά του το τραύμα, του οποίου η κάθαρση είναι επιτατική ανάγκη.

Η λύση που προσφέρει ο συγγραφέας είναι ο Άνθρωπος: Εκείνος ονειρεύεται, εκείνος ελπίζει, εκείνος κτίζει ένα καλύτερο μέλλον .

Και πάλιν καλησπέρα σας!

 

Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου “Κάθε Ιούλιο Επιστρέφω”

που έγινε στην Αιθουσα Αρχείου του ΡΙΚ, στις 18 Οκτωβρίου 2019